No ratings.
Ομίχλη πάνω απ' τα Βαλκάνια
1ο μέρος κεφάλαια 9., 10. |
9. Εκείνο το πρωί ήταν ανήσυχος... Ο ουρανός είχε καθαρίσει, ο ήλιος είχε καταφέρει να διώξει από το ουράνιο στερέωμα ακόμα και τα τελευταία ίχνη εκείνου του βαρύ χειμώνα. Ο Μανώλης Αντωνίου είχε αποξεχαστεί πίσω από κάποιο από τα παράθυρα, κοιτάζοντας αφηρημένα τους φαντάρους στην περίμετρο του καταυλισμού να οριοθετούν για άλλη μια φορά το ναρκοπέδιο. Ήταν το τελευταίο πρωινό που θα περνούσε στην Τούζλα: πριν από λίγα βράδια μέσα στον πανικό είχαν αποφασίσει να ενεργήσουν μόνοι... Ήταν αρκετά δύσκολο μα τελικά ανακαλύφθηκε κάποιος οδηγός που, βάζοντας το χρήμα πάνω από τους κινδύνους θα τους μετέφερε στο Βελιγράδι· οι καβγάδες ήταν ομηρικοί, αλλά στο τέλος κατάφεραν να συμφωνήσουν. Έφευγαν επιτέλους από εκείνη την περιοχή της γης που μύριζε από μίλια μπαρούτι. Το μόνο που απέμενε να μάθουν ήταν αν θα έβρισκαν κάτι να τους περιμένει πίσω στην πατρίδα... Άφησε το βλέμμα του να χαμηλώσει, να περιπλανηθεί πάνω στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο που ξεκινούσε από την πόλη ανηφορίζοντας προς το στρατιωτικό αεροδρόμιο. Πόσο ήθελε να την ξαναντικρύσει μπρος του... Την τελευταία φορά που αντάμωσαν είχαν αλλάξει βαριές κουβέντες, και όμως τίποτα δεν θα μπορούσε να την ξεριζώσει απ’ την ψυχή του. Την αγαπούσε πιο πολύ κι απ’ την ζωή του... Το μυαλό του είχε θολώσει πάλι· για άλλη μια φορά περιπλανιόταν σε άλλα, ξένα πέλαγα... Την είδε να έρχεται από τον δρόμο, να μπαίνει στον φαρδύ χωματόδρομο με τους πυκνούς θάμνους και τις τριανταφυλλιές και δεν την αναγνώρισε, παραδομένος στις κάθε λογής πλανεύτρες σκέψεις. Την πήρε είδηση μονάχα όταν μπήκε κλεφτά στο σαλόνι της μικρής σοφίτας και τον αγκάλιασε από πίσω. “Θα ’έρθεις μαζί μου... Πρέπει να ’έρθεις μαζί μου...” ήταν οι μόνες λέξεις που μπόρεσε να αρθρώσει πνιγμένος κάπου ανάμεσα στα χάδια της Ντράγκανα Ράτκιτς, ενώ ένιωθε το κορμί του να φουντώνει. Ήταν όμως πολύ αργά, δεν είχε περιθώριο να καθυστερήσει άλλο, όσο κι αν τον πονούσε ήταν η σωστή απόφαση. Για μια ακόμα φορά προσπάθησε να την πείσει να τον ακολουθήσει στην Ελλάδα, η απάντηση όμως δεν ήταν αυτό που ήθελε να ακούσει... Η Ντράγκανα Ράτκιτς τραβήχτηκε από την αγκαλιά του και τον κοίταξε στα μάτια, προσπαθώντας να δώσει στην φωνή της την χαμένη της σταθερότητα. “Το ξέρεις πως σ’ αγαπώ αλλά η θέση μου είναι εδώ. Το δίκιο είναι με το μέρος μας, δεν φοβάμαι πια. Κοίτα κι εσύ αν μπορείς τον φόβο σου κατάματα, και κείνος θα χαθεί από προσώπου γης... Αν χρειαστεί θα πολεμήσω κι εγώ· κανείς δεν θα πατήσει πόδι στα σέρβικα σπίτια, στα σέρβικα χώματα...”. Όσο περνούσε η ώρα η φωνή της ανέδινε όλο και περισσότερη αυτοπεποίθηση. Ο Μανώλης Αντωνίου ένιωσε να βουρκώνει. “Δεν θέλω να σε χάσω, είσαι το παν για μένα” ψέλλισε ανάμεσα στα δόντια του και μάτωσε δαγκώνοντας τα χείλη του, προσπαθώντας να συγκρατήσει έναν λυγμό. “Πόσο ανόητοι μπορεί να γίνετε εσείς οι Έλληνες...” γέλασε η Ντράγκανα, κλείνοντας τα χέρια της πίσω από τον λαιμό του. “Νόμιζα πως το ξέρεις, φλόγα που καίει δεν χάνεται...”. Δεν μπόρεσε να της αντιμιλήσει κι ας ένιωθε τα σωθικά του να καίγονται απ’ την απελπισία. Έπρεπε να είναι δυνατός κείνες τις ώρες, μονάχα έτσι θα κατάφερνε να βγει ζωντανός από όλη εκείνη την διαβολεμένη περιπέτεια... Το πιο μεγάλο πλεονέκτημα εκείνη την εποχή ήταν να ξέρεις πότε θα έρθει η καταλληλότερη στιγμή να φύγεις. Για άλλη μια φορά λοιπόν η πόρτα του Μανώλη Αντωνίου απλώθηκε ορθάνοιχτη, ο δρόμος της φυγής είχε και πάλι ανοιχτεί μπροστά του, έφτασε κιόλας η στιγμή της αναχώρησης... Όλο το περασμένο βράδυ γύρευε απεγνωσμένα κάποιον τρόπο για να έρθει πιο ομαλά η ώρα του αποχαιρετισμού· στην ζωή όπως την γνώρισε μέχρι εκείνες τις στιγμές, στους φίλους που έκανε σε όλη την διάρκεια της προσπάθειας να εκπληρωθούν οι παιδικές του προσδοκίες, στο στιγμιαίο όνειρο μιας περιπλάνησης. Δεν ήξερε αν θα κατάφερνε ποτέ να βρει τις απέραντες ψυχικές δυνάμεις που απαιτούνται για να μια παρόμοια αναχώρηση, το μόνο όμως που είχε καταλάβει ήταν πως έπρεπε να φύγει, να γυρίσει πίσω στην πατρίδα... Στριφογύριζε σαν παλαβός μέσα στο δωμάτιο, που εκείνες τις στιγμές φάνταζε αφόρητα στενό και δύσβατο στα αγχωμένα μάτια του. Δεν τον χωρούσε πια εκείνος ο τόπος, ένιωθε την ψυχή του να έχει αρχίσει το ταξίδι. Τα τσιγάρα είχαν ξεχειλίσει το τασάκι, η κάπνα έδινε στην μικρή σοφίτα της ξενιτιάς μια απρόσωπη εικόνα καταγωγίου. Πόσα όνειρα, πόσες ελπίδες είχαν βυθίσει το στερνό τους πόδι σε εκείνο τον φρεσκοσκαμμένο τάφο. Η Ντράγκανα Ράτκιτς εμφανίστηκε ξανά πίσω από την πλάτη του θαρρείς από το πουθενά, και με μια κίνηση αγκάλιασε το μουσκεμένο από τον ιδρώτα σώμα του. Γύρισε προς το μέρος της και την τράβηξε κοντά του επιτακτικά, και ο έρωτας θαρρείς πλημμύριζε τις λέξεις που ξεστόμιζε... Ένιωθε την ψυχή του να έχει βγει από το σώμα του και να περιπλανιέται άσκοπα σε όλα τα μέρη που συγκεντρώνονταν οι φοιτητικές παρέες, ως την στιγμή που ο Χάσιμπ Μούστιτς κατέβασε τα ρεμάλια του Γεντί Κουλέ και την Ντράγκανα Ράτκιτς ως το πολυτελές ξενοδοχείο της πόλης. Σε όλη την διαδρομή δεν μπορούσε να ξεκολλήσει την ματιά του από πάνω της, θαρρείς πως κάτι ανώτερο τον προειδοποιούσε πως δεν θα την ξανάβλεπε ποτέ. “Μην με ξεχάσεις ποτέ” είπε η Ντράγκανα κλαίγοντας την στιγμή που ο Μανώλης Αντωνίου ετοιμάστηκε να ανοίξει το αυτοκίνητο. Είχε παρκάρει την BMW πίσω από το πούλμαν που θα μετέφερε την ελληνική παροικία στην ελληνική πρεσβεία στο Βελιγράδι από το περασμένο βράδυ. Αμέσως πισωπάτησε και έριξε το βλέμμα του στα βουρκωμένα μάτια της. “Ορκίσου μου πως δεν θα με ξεχάσεις” του φώναξε, και εκείνος νόμισε για μια στιγμή ότι οι βρύσες του ουρανού είχαν ανοίξει μέσα από τα μάτια της. Γύρισε και την κοίταξε κατάματα· δεν ήταν εύκολο για αυτόν απλά να γυρίσει την πλάτη του στην νεαρή γυναίκα που έμελλε να σημαδέψει την μετέπειτα ζωή του. “Όταν τελειώσουν όλα θα γυρίσω να σε πάρω μαζί μου” της είπε βουρκωμένος. Κάτι θαρρείς είχε συμβεί και είχε κλειδώσει την ματιά του πάνω της. Την κοίταζε καρφί στα μάτια άγνωστο για πόση ώρα ανίκανος να αρθρώσει άλλη μια λέξη, ώσπου σε μια στιγμή της γύρισε απότομα την πλάτη, μπήκε γοργά στο αυτοκίνητο και ξεκίνησε σχεδόν αμέσως. Ο Μανώλης Αντωνίου νόμισε πως βρισκόταν αιωρούμενος σε κάποια ανώτερη στιβάδα της ατμόσφαιρας, δεν μπορούσε να ανασάνει· τα πάντα είχαν τελειώσει... Έβαλε το χέρι στην μέσα τσέπη του μπουφάν να βγάλει ένα τσιγάρο –πάντα η νικοτίνη τον έκανε να σκέφτεται πιο καθαρά– κι ένιωσε ν’ ακουμπά στα δάχτυλά του ένα χαρτί· ήταν το τηλέφωνο κάποιου συγγενή της στην σέρβικη πρωτεύουσα. Δεν ήταν η πρώτη φορά που αναρωτήθηκε για την ζωή και τα γυρίσματά της. Όσο κι αν προσπάθησε έβρισκε πάντα τον εαυτό του πεταμένο στον απόπατο της κοινωνίας και αναρωτιόταν το γιατί, και μόλις τώρα το ανακάλυπτε: πάντα σήκωνε ψηλά τα χέρια όποτε τα σημάδια έμοιαζαν ανυπέρβλητα... Ξανάβαλε το χέρι στην μέσα τσέπη του μπουφάν και έσφιξε το χαρτί με δύναμη, λες και ήταν το μόνο στήριγμα που ίσως θα μπορούσε να τον κρατήσει σε κάποια απόσταση από την ιδέα της αυτοκτονίας... Η απόσταση που τους χώριζε από το Βελιγράδι δεν ήταν πάνω από τετρακόσια χιλιόμετρα, και τους πήρε πάνω από δέκα ώρες να την διανύσουν. Ο Μανώλης Αντωνίου φαινόταν εντελώς εκτός τόπου και χρόνου· συνέχεια έπιανε το μυαλό του να τρέχει πίσω στις αρχές όλων των προσπαθειών να φτιάξει την ζωή του, τον ενθουσιασμό στο κάθε νέο ξεκίνημα, την σύγκρουση με βράχους πίκρας και απογοήτευσης μόλις τα πράγματα έφταναν κάποια στιγμή σε ένα σημείο απ’ όπου η επιστροφή ήταν αδύνατη.... Η εικόνα της Ντράγκανα Ράτκιτς εμφανιζόταν κάθε τρεις και λίγο ολοζώντανη μπροστά του και τα δάκρυα πότιζαν το σκληρό, άβολο κάθισμα. Ποτέ δεν θα μπορούσε να ξεχάσει... 10. Οι πρώτες μέρες στην Ελλάδα πέρασαν γρήγορα· ο Μανώλης Αντωνίου προσπαθούσε σκληρά να προσαρμοστεί στο παλιό γνώριμό του περιβάλλον, όμως τα πάντα έμοιαζαν απρόσιτα: τα μέρη που κάποτε σύχναζε, οι παλιές παρέες, οι φίλοι και οι γνωστοί. Βούλιαζε όλο και πιο πολύ στην απομόνωση που ουσιαστικά είχε ο ίδιος επιβάλλει στον εαυτό του, τίποτα απ’ όλα όσα τον περίμεναν δεν μπορούσαν να τον αποκολλήσουν από τις αναμνήσεις. Η κάθε μέρα που περνούσε τον έβρισκε και σε χειρότερη κατάσταση· ο καιρός που περνούσε δεν μπόρεσε να τον κάνει να ξεχάσει. Δεν χωρούσε πια πουθενά, όλα όσα γέμιζαν κάποτε την ζωή του φαίνονταν τόσο ανούσια που απλά τα προσπερνούσε χωρίς να ρίξει πάνω τους κάποιο παραπανίσιο βλέμμα. Το μυαλό του είχε κολλήσει στην θύμηση όσων πέρασε με την Ντράγκανα Ράτκιτς· η εικόνα της ήταν τόσο έντονη, θαρρείς πως είχε χαραχτεί ανεξίτηλα στο πίσω μέρος των βλεφάρων... Ξημέρωνε Λαμπροτετάρτη· ο Μανώλης Αντωνίου ήταν καθισμένος σε μία άβολη καρέκλα δίπλα στα παράθυρα που έβλεπαν προς τον Υμηττό. Είχε περάσει ακόμα ένα βράδυ ξενυχτισμένος, με μόνη συντροφιά ένα μπουκάλι μπύρα και το παρελθόν. Δεν άντεχε άλλο την φριχτή αίσθηση της αναμονής, έπρεπε να κάνει κάτι για να ξεφορτωθεί το άγχος που είχε πλακώσει σαν θεόρατο βαρίδι την ψυχή του. Σηκώθηκε απότομα από την ξύλινη καρέκλα και άρχισε να ψάχνει σαν μανιακός ό,τι κουβάλαγε στα χέρια του εκείνη την μοιραία μέρα· το τηλέφωνο του Μπόμπαν Ράτκιτς, μακρινού ανιψιού της Άιντα και ξάδερφου της Ντράγκανα ήταν χωμένο κάτω από κάτι αλλαξιές εσώρουχα. Το μόνο που θα έκανε ήταν να περιμένει να περάσει λίγο η ώρα και αν ξημερώσει και στο Βελιγράδι... Το κουδούνισμα του τηλεφώνου νόμισε πως θα μετέτρεπε το μυαλό του σε ένα μάτσο κουρελόχαρτα, τρυπώντας το εσωτερικό του κεφαλιού του με χειρουργική ακρίβεια... Χτύπημα... Κι άλλο χτύπημα... Πού πήγαν όλοι; Η γραμμή ήταν εντελώς απόμακρη, θαρρείς από έναν άλλο κόσμο. Από το βάθος θαρρούσε πως άκουγε ένα αδιόρατο σφύριγμα, ίσως κάποιο από τα αυτιά του μεγάλου Αδερφού... Την στιγμή που άρχιζε να αναρωτιέται αν άξιζε πραγματικά τον κόπο αυτό το τηλεφώνημα και έπιανε να απομακρύνει από το αυτί του το ακουστικό, από την άλλη άκρη της γραμμής ακούστηκε θολή και βουρκωμένη η φωνή του ξάδερφου της Ντράγκανα. “Καλημέρα κουμπάρε...·” ψέλλισε ο Μανώλης Αντωνίου, ενώ ένα κακό προαίσθημα είχε επιστρέψει πάλι βαρύ πάνω από την ψυχή του. Γιατί ακούγονταν θλιμμένος; Κάτι κακό πρέπει να είχε συμβεί, κάπου μέσα του ήταν σίγουρος γι’ αυτό... “Παλικάρι μου... Καλό μου παλικάρι...” στέναξε από την άλλη πλευρά ο Μπόμπαν Ράτκιτς, ενώ η φωνή του πάλι ανέδινε το κλάμα που είχε απλώσει τις φτερούγες ξανά πάνω από το κεφάλι του. Ο Μανώλης Αντωνίου μαρμάρωσε, αστραπιαία συνδυάζοντας το βουβό κλάμα του Ράτκιτς με όσα είχε ζήσει μέχρι πριν από μια βδομάδα στην χώρα των νότιων Σλάβων. “Τι τρέχει;” ήταν η μοναδική κουβέντα που μπόρεσε να αρθρώσει, θαρρείς ότι ψυχανεμίστηκε πως κάποιο από τα πιο κοντινά του πρόσωπα είχε μοιραία χτυπηθεί από το πεπρωμένο. “Η Ντράγκανα κουμπάρε...” ήταν οι πρώτες λέξεις που άκουσε να βγαίνουν από τα χείλη του Σέρβου, και χλωμιασμένος σωριάστηκε μισολιπόθυμος σε μια από τις πολυθρόνες δίπλα στο τηλέφωνο. Όταν συνήλθε κάπως ο ήλιος είχε ήδη αρχίσει να χαμηλώνει πέρα προς την Κούλουρη. Το ακουστικό είχε πέσει από το χέρι του· η γραμμή ήταν νεκρή, φαίνεται πως οι επικοινωνίες από και προς το Βελιγράδι είχαν ακόμα τα παλιά προβλήματα, αλλιώς κάποια στιγμή το άλλο τηλέφωνο θα ξαναχτυπούσε. Με μουδιασμένες κινήσεις άρχισε να σχηματίζει πάλι το νούμερο του Μπόμπαν Ράτκιτς· ένιωθε με το κάθε λεπτό που περνούσε την άρνηση να ριζώνει όλο και πιο βαθιά στην ψυχή του (δεν ήταν δυνατόν, δεν έπρεπε να ’χει συμβεί κάτι τέτοιο), κάτι όμως του έλεγε πως έπρεπε να μάθει όλη την αλήθεια... Ο Μπόμπαν Ράτκιτς ήταν αυτή την φορά πιο ψύχραιμος, με κάποιον τρόπο είχε ανακαλύψει μια δίοδο συμβιβασμού με την πικρή αλήθεια... Συζητούσαν σχεδόν όλη την νύχτα σαν να βρίσκονταν μαζί σε κάποιο διπλανό δωμάτιο, και όταν τέλειωσε την ιστορία του τα μάτια του Μανώλη Αντωνίου είχαν πια στερέψει από δάκρυα. Όλα ζωντάνευαν για άλλη μια φορά στην ταραγμένη φαντασία του... Τρεις μέρες μετά την επιστροφή τους στην Αθήνα η Ντράγκανα Ράτκιτς είχε μετακομίσει στο Μόσταρ. Νόμιζε πως θα ήταν μια απλή επίσκεψη στον αδερφό της που σπούδαζε στην πόλη μηχανολογία, όμως την είχαν σπρώξει σχεδόν με την βία μέσα στο πρώτο πρωινό λεωφορείο σαν κάποιος να τους κυνηγούσε. Η μαυροφορεμένη Άιντα Ράτκιτς έμεινε στον σταθμό μέχρι να σιγουρευτεί ότι το δρομολόγιο ξεκίνησε κανονικά, μέχρι το λεωφορείο για το Μόσταρ να χαθεί από τα κουρασμένα μάτια της· αυτή θα ήταν και η τελευταία φορά που αντίκρυζε την κόρη της... Νόμιζαν πως στο Μόσταρ η φωτιά δεν είχε ανάψει ακόμα· το λάθος τους ήταν κάτι παραπάνω από τραγικό. Η Ντράγκανα Ράτκιτς δεν έζησε πάνω από πέντε μέρες στην πόλη... Εκείνο το πρωί ξεκίνησε από την μισοερειπωμένη γκαρσονιέρα που είχε νοικιάσει ο Ντράγκαν Ράτκιτς σε ένα από τα πιο υποβαθμισμένα προάστια του Μόσταρ για το κέντρο περπατώντας αργά, ρεμβάζοντας στην ανέλπιστη πρωινή λιακάδα· τίποτα δεν της έδινε έστω κάποιο σημάδι για εκείνα που θα ακολουθούσαν. Το μόνο πράγμα που ίσως να την ξάφνιασε ήταν εκείνος ο πνιχτός, περίεργος θόρυβος που απρόσμενα άρχισε να ακούγεται από τον ουρανό· ήταν το τελευταίο πράγμα που θα άκουγε στην τόσο σύντομη ζωή της. Ξαφνικά το λαμπρό φως της έκρηξης κατέλαβε τον κόσμο της, και ένιωσε ένα κάψιμο να εισβάλλει στον λαιμό της κατηφορίζοντας αργά προς την καρδιά. Το αίμα είχε αρχίσει να μουσκεύει το χοντρό πουλόβερ της, και πριν λιποθυμήσει είδε θολά ένα κομμάτι ζωντανή σάρκα μπερδεμένη με καψαλισμένο μέταλλο να κυλάει σαν ματωμένη μπίλια του μπιλιάρδου μπροστά στα πόδια της που δεν μπορούσαν πια να την κρατήσουν όρθια. Απ’ ό,τι είπαν στην σακατεμένη πια φαμίλια οι “ειδήμονες” ένα θραύσμα από κάποια αδέσποτη οβίδα κομμάτιασε τον λαιμό της, εξαφανίζοντας ένα ολόκληρο κομμάτι από την αριστερή καρωτίδα... Ο κόσμος του Μανώλη Αντωνίου χάθηκε μεμιάς, ένιωσε το έδαφος να υποχωρεί κάτω από τα πόδια του· καβάλησε το τιμόνι και χάθηκε μακριά. Το σημείο εκκίνησης, ο τερματισμός έχασαν το νόημα που είχαν γι’ αυτόν παλιότερα, αυτό που είχε πια σημασία ήταν η διαδρομή, η πορεία για στιγμές διαφορετικές απ’ τις υπόλοιπες, που την επόμενη κιόλας μέρα θα έμπαιναν οριστικά στο μεγάλο βιβλίο των αναμνήσεων. Είχε πλέον χάσει κάθε αίσθηση του πλεονέκτη Χρόνου που κυλούσε· η κάθε μέρα ήταν ένα απόλυτο κενό, χωρίς καμία απολύτως σημασία, ο χρόνος του συνέχιζε να κυλά σκοτώνοντας τις αναμνήσεις μαζί με τις τελευταίες του ελπίδες. Όταν ο άνθρωπος βρίσκει τον χρόνο να ξεκουραστεί αρχίζει να σκέφτεται, και όλα αυτά που έβγαιναν από εκείνες τις σκέψεις δεν ήταν πάντα ευχάριστα. Το επόμενο λογικό βήμα ήταν να τον παρασύρει η ματαιότητα· δυο όλες κι όλες ήταν οι φορές που προσπάθησε να σπάσει τον κλοιό της μοναξιάς που τον τριγύριζε, κι αυτές του βγήκαν σε κακό με την επιστροφή στο σπίτι. Όλος ο κόσμος του είχε κλειστεί μέσα σε ένα δωμάτιο χωρίς φράγκο στην τσέπη, απογοητευμένος από όλους και απ’ όλα, αν και καταλάβαινε πως όσο υπήρχαν άνθρωποι να προσπαθούν και να ελπίζουν θα υπήρχε ένα καλύτερο αύριο. Οι τόσοι μήνες στην χώρα της απογοήτευσης τελικά του χρησίμεψαν σε κάτι, άλλαξε ριζικά ο ρυθμός της ζωής του. Τα όνειρα, τα τόσα όνειρα και οι προσδοκίες του είχαν μηδενιστεί, τα εφηβικά του χρόνια εξαφανίστηκαν στο χάος του παρελθόντος. Χάθηκε η κουτάλα, χάθηκε και το ζουμί· θα έπρεπε να πολεμήσει μόνος... “Εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω” είχε ακούσει να λένε κάποτε να ο καθρέφτης πρέπει όταν οι καταστάσεις φτάσουν κάποτε στο αμήν να σπάει, τα σκατά να πετάγονται στις ευεργέτιδες μούρες, και μετά η λεωφόρος της ζωής να βρίσκεται και πάλι ανοιχτή. Δεν θα χαρίζονταν πια σε κανέναν γιατί πολύ απλά δεν θα ’χε λόγο να το κάνει. Του χαρίστηκε ποτέ κανείς όταν γελούσε, ακόμα και όταν έκλαιγε; Ήρθε η πιο κατάλληλη στιγμή να γδάρει τις μάσκες από τα πρόσωπα των αντιπάλων του, να γδάρει και την δική του μάσκα μέχρι να ματώσουν και το αίμα να ρέει άφθονο, κατακόκκινο στους δρόμους. Του είχαν πει από καιρό πως το κόκκινο χρώμα φέρνει την καταστροφή, κανείς όμως δεν είπε ποιος ευθύνονταν γι’ αυτήν. Ο άνθρωπος εκείνη την εποχή έπρεπε να έχει πυγμή ακόμα και στις μαύρες του για να μπορέσει να κρατηθεί σε απόσταση απ’ την μιζέρια, την απελπισία και όλα αυτά που τόσο επιδέξια πλάσαραν οι επιτήδειοι· το μόνο που χρειάζονταν ήταν πίστη και αυτοπεποίθηση. Ήταν καιρός πια να πάρει την ζωή στα χέρια του. Ο Μανώλης Αντωνίου ήταν αποφασισμένος να μην ανεχτεί άλλο το ψέμα, να σταματήσει επιτέλους ο εμπαιγμός. Ήρθε η ώρα να χτυπήσει το χέρι στο τραπέζι, να ξεφύγει από τα σκουληκιασμένα μυαλά που τον καταδυνάστευαν όλα εκείνα τα χρόνια που πέρασαν πια στο παρελθόν και έσβησαν, να φτιάξει μια δική του ξέχωρη ζωή: να χτυπήσει το χέρι στο μαχαίρι και με το αίμα που θα τρέξει να πασαλείψει τα μούτρα όλων εκείνων των αξιών που του κληρονόμησαν με το έτσι θέλω... Για πρώτη φορά είδε την ζωή του να έχει ξεθωριάσει τόσο, να μπλέκεται στην κάθε μέρα που περνούσε στα στενοσόκακα του κόσμου. Έψαχνε συνέχεια για κάτι το ενδιαφέρον, μα δεν φαινόταν να υπάρχει τίποτα γι’ αυτόν. Μπήκε για τα καλά στο χάος της αβεβαιότητας, περίμενε μόνο το τέλος για να μπορέσει να ελευθερωθεί... Γυρνούσε σαν το αδέσποτο σκυλί σε όλες τις γωνιές και τα σοκάκια της τσιμεντένιας πολιτείας ζητώντας ίσως μέσα στις κάθε λογής κραιπάλες κάποιου είδους λύτρωση, μάταια όμως. Ο κόσμος του εξακολουθούσε να κινείται γρήγορα αφήνοντάς τον στο περιθώριο. Μέσα σε ένα καλοκαίρι άλλαξε ένας ολόκληρος τρόπος ζωής. Μόλις είχε αρχίσει να ξεφεύγει μπροστά, δεν σκόπευε να κάνει πίσω από τόσο νωρίς· είχε αρχίσει να ανοίγεται στα πόδια του ένας καινούριος κόσμος: καινούρια ζωή, νέες ιδέες, άλλος ρυθμός, δύναμη μα και πολλά νέα προβλήματα. Όσο έβλεπε τον δρόμο ανοιχτό συνέχιζε να προχωρά στο άγνωστο... Τίποτα πια δεν ήταν όπως παλιότερα... Ο θάνατος της Ντράγκανα Ράτκιτς είχε κάνει όλη την ζωή του άνω κάτω, δεν μπορούσε πια να περιμένει τίποτα και από κανέναν. Νόμιζε πως ό,τι μπόρεσε να φτιάξει από τα παιδικά του χρόνια είχε σωριαστεί σε ερείπια, κάπου στα πιο βαθιά σημεία της ψυχής του αρνιόταν πεισματικά να αποδεχτεί, να πιστέψει την αλήθεια. Η Ντράγκανα είχε χαθεί, το τραύμα στην ψυχή του ήταν πολύ μεγάλο για να επουλωθεί από την μια μέρα στην άλλη, θαρρούσε πως όλο το σύμπαν γύρω του κατέρρεε... Όσο περνούσε ο καιρός η απογοήτευση γινόταν ένα σώμα με την άμαθη ψυχή· το απόλυτο κενό είχε καλύψει την ζωή του σαν το σκοτάδι που απλώνεται αργά και επίμονα σε μια προσπάθεια να πάρει με την βία την θέση της αυγής. Στα δύο χρόνια της φυγής του στην Γιουγκοσλαβία είχε μπορέσει να ανακαλύψει την θέση που του άρμοζε στην κοινωνία, αλλά μετά από λίγο ακόμα και αυτή εξαφανίστηκε, και έμεινε μόνος να παλεύει με νύχια και με δόντια να ξαναμπεί σε μια κοινωνία που ήδη μια φορά τον είχε κιόλας απορρίψει... Ίσως το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς να έγινε το ορόσημο για την πορεία του στον κόσμο. Τίποτα πια δεν μπορούσε να τον κρατήσει ακλόνητο σε ένα σημείο. Η ζωή τους πρώτους δύο μήνες έφερνε στο μυαλό του κάτι από την ζωή στην Τούζλα: ένα καθημερινό, αφάνταστο τρέξιμο γύρω από τους ρέμπελους της γειτονιάς, της παρέας, των ρέμπελων του καλοκαιριού. Όσο για τον Αύγουστο ξετυλίχτηκε ένα σαδιστικό ταξίδι έξω από κάθε είδους όρια σε ξέφρενους ρυθμούς. Ο Μανώλης Αντωνίου πολεμούσε να βρει κάπου να κολλήσει. Ο άνεμος της αλλαγής είχε φυσήξει άλλη μια φορά το ξαναμμένο του πρόσωπο μα και μεταμορφώνοντας ολόκληρο τον κόσμο, σκοτώνοντας όλα τα όνειρα και αλλάζοντας την φιλοσοφία του για την ζωή. Από εκείνες τις στιγμές μετατράπηκε σε έναν ακόμα ασυμβίβαστο σταρχιδιστή που, καθισμένος σε μια από τις κεντρικότερες γωνιές του κόσμου, περίμενε τα πρώτα αποτελέσματα από την μεγάλη έκρηξη. Το μόνο ίσως πράγμα που είχε καταλάβει ήταν πως οι ρέμπελοι είχαν διαλυθεί οριστικά: όλες οι συναναστροφές του είχαν εκμηδενιστεί, είχαν εξαφανιστεί από προσώπου γης χωρίς καμιά ελπίδα επιστροφής ό,τι και να συνέβαινε. Όλα τα όνειρα που είχε πλάσει από παιδί είχαν αναπτυχθεί κάτω από έναν ήλιο που όπως έδειχναν τα πράγματα δεν θα ανέτειλε ποτέ… Γυρνούσε την ματιά του δεξιά και αριστερά στον κόσμο, και ό,τι έβλεπε τον αηδίαζε ακόμα περισσότερο· τα πάντα έμοιαζαν να έχουν πλημμυρίσει με κάθε είδους και μορφής άχρηστους τύπους, που ενώ στρογγυλοκάθονταν με χέρια σταυρωμένα αράδιαζαν σχέδια και άσκοπες προσπάθειες για να σωθεί ο κόσμος. Τους κοίταζε επίμονα κατάματα πολεμώντας μάταια να τους ψυχολογήσει, και όλο γυρνούσε αλλού το βλέμμα με αηδία και αποστροφή· άραγε με τι μούτρα τούτοι οι άνθρωποι θα σήκωναν το πρόσωπο για να ρίξουν το βλέμμα προς τον ουρανό;... Δεν μπορούσε να βρει ένα σημείο σταθερό να κρατηθεί απ’ την ζωή, τα πάντα γύρω του είχαν ραγίσει. Η οριογραμμή που χώριζε ζωή και θάνατο είχε από καιρό πολύ αρχίσει να εξαφανίζεται, δειλά στην αρχή μα στην συνέχεια με θράσος απαράμιλλο, και εκείνες τις στιγμές είχε χαθεί πια εντελώς από τα κουρασμένα μάτια του. Το μυαλό του είχε θολώσει, ανήμπορο να αντιδράσει στις αλυσιδωτές κατραπακιές της μοίρας. Τα πάντα στην ζωή τους κρέμονταν αποκλειστικά και μόνο σε ένα εφιαλτικό ρολλάρισμα από τα ζάρια των μεγάλων· ναι, τώρα πια ο Μανώλης Αντωνίου το καταλάβαινε πεντακάθαρα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που μέσα στην παραζάλη πήρε την απόφαση αλόγιστα με την ζωή του και όμως ποτέ, μέχρι τουλάχιστον εκείνες τις στιγμές, δεν είχε αρχίσει να το σκέφτεται πολύ στα σοβαρά. Μόλις ο ήλιος σηκωνόταν στο ουράνιο στερέωμα ο νους του άρχιζε να πλανιέται στα παλιά... Πολύ συχνά αναρωτιόταν αν πράγματι θα έπρεπε να τα γαμήσει πάλι όλα και να γυρίσει πίσω στην Βοσνία· γιατί εκείνους τους καιρούς ο γυρισμός στην Τούζλα ήταν ταυτόσημος με την αυτοκτονία... Κι όμως η μόνη λύση που φαινόταν έστω και λίγη λογική στις ταραγμένες σκέψεις του: ποτέ δεν είχε σημασία για τον κάθε άνθρωπο να μένει κάπου που ποτέ δεν άνηκε πραγματικά... |