\"Writing.Com
*Magnify*
SPONSORED LINKS
Printed from https://www.writing.com/main/view_item/item_id/2022806-Odyssey-1992-part-4
Item Icon
\"Reading Printer Friendly Page Tell A Friend
No ratings.
Rated: 18+ · Novel · Drama · #2022806
Ομίχλη πάνω απ' τα Βαλκάνια, 1ο μέρος κεφάλαιο 6.
6.
Τα πάντα γύρω του είχαν αρχίσει να φοράνε παρωπίδες· όσο περνούσε ο καιρός τον έβρισκες όλο και πιο συχνά να περπατά γύρω από την μοναδική ορθόδοξη εκκλησία της πόλης. Δεν ήξερε τι τον τραβούσε προς τα εκεί· πάντα μέσα στα όρια της θρησκείας έβρισκε κάποιο καταφύγιο, κάτι που να του φέρνει στο μυαλό έστω και λίγο την πατρίδα, τις τελευταίες όμως μέρες έπιανε τον εαυτό του να νιώθει όλο και πιο αδύναμος μπροστά στην ωμή απειλή του εμφυλίου πολέμου... Μονάχα εκεί μέσα ένιωθε πραγματική ασφάλεια, κατάφερνε να υποτάξει το χάος που επικρατούσε στην ψυχή του. Κάθε φορά που περνούσε τον πρόναο, με το που έσπρωχνε το βήμα του λίγο πιο πέρα από την βαριά πύλη που έφραζε την είσοδο της εκκλησίας και τον αγκάλιαζε το μισοσκόταδο που με το φως των λιγοστών κεριών μετάλλαζε σε κάτι τόσο τρομερό, μυστηριώδες, που δεν το χώραγε κανένα ανθρώπινο μυαλό αλλά συγχρόνως πρόσφερε τόση ελπίδα που νόμιζες πως τίποτα πια δεν θα ήταν ικανό να σε κρατάει δεμένο με το χώμα και ένιωθες τις φτερούγες να αρχίζουν να πετάγονται στην πλάτη σου και να σε ανεβάζουν συνέχεια όλο και πιο ψηλά, ο κόσμος σου να μεταλλάζει μεμιάς σε μια μορφή πολύ πιο γνώριμη, αγαπημένη από χρόνια. Ο Μανώλης Αντωνίου πάντα ήθελε να γίνει μέρος της ζωής του ένας τέτοιος κόσμος, μια γωνιά της γης που στην ουσία δεν υπάρχει, δεν υπήρξε ποτέ, όσο και να την αναζήτησαν οι άνθρωποι...
Η μυρωδιά του καμένου κεριού και το λιβάνι, η φλόγα που πλανιόνταν λεύτερη στα λίγα καντηλέρια τον έκαναν θαρρείς να επιστρέφει πίσω στην Ελλάδα, τον άφηναν να μπει σε έναν κόσμο που επέτρεπε στην φαντασία του να ταξιδεύει απερίσπαστη... Είναι πραγματικά παράλογο να πολεμάς να περιορίσεις το ανθρώπινο μυαλό· το μόνο που θα μείνει τελικά να σου κρατάει συντροφιά τα παγωμένα βράδια του χειμώνα θα είναι τα απολειφάδια μιας ολόκληρης ζωής που στην ουσία αχρηστεύτηκε, και πάνω από το κεφάλι σου να αιωρείται συνεχώς εκείνο το απαίσιο συναίσθημα πως το μυαλό αποσυνδέεται από το σώμα και ξεκινά μια άσκοπη περιπλάνηση κάπου ανάμεσα στην κόλαση και στον παράδεισο... Ο Μανώλης Αντωνίου έριχνε μια ματιά στο τέμπλο και έβλεπε να απλώνονται μπροστά στα κουρασμένα μάτια του οι θάλασσες οι ελληνικές, ο ήλιος του Αυγούστου να στραφταλίζει παιχνιδιάρικα στο υγρό, γυμνό κορμί τους που άλλαζε μεμιάς χιλιάδες χρώματα, και αυτός ανεβασμένος στο πιο ψηλό βουνό να προσκυνά κάποιο ξωκλήσι. Το είχε καταλάβει πια πολύ καλά όλους αυτούς τους μήνες, ο φόβος για το άγνωστο που σύντομα θα αντιμετώπιζε ήταν σίγουρα ο μεγαλύτερος εχθρός του, και όμως ως τα είκοσί του χρόνια δεν είχε δει μια μέρα να χαράζει και να μην μοιάζει με φριχτή ζαριά μέσα σε κάποια μπαρμπουτιέρα χαμένη κάπου στην πλατεία Αβησσυνίας ή στον Κολωνό...
Αλήθεια, πόσο καλύτερα θα φαίνονταν τα πράγματα κάτω από το φως του ελληνικού ήλιου... Η παλιά παρέα δεν θα χώριζε ποτέ, εκείνος λέει από τους πρώτους στο πανεπιστήμιο και ακόμα εθισμένος στα φιλιά της, και η θάλασσα να βρέχει ασυλλόγιστα τα δυο ζευγάρια γυμνά πόδια. Και, το σημαντικότερο απ’ όλα, δεν θα ’παιρνε των ομματιών του για την ξενιτιά, θα ήταν ακόμα ενωμένος στέρεα με όλα όσα τώρα πια είχε αφήσει πίσω και έσβησαν από την μνήμη του. Παρ’ όλα αυτά και δίχως το γιατί, εκείνο το απόβραδο κάτι του έλεγε πως η κατάσταση άρχιζε να αλλάζει… Ο Μανώλης Αντωνίου ένιωθε να έχει δικαστεί χωρίς κανένα έλεος και να καταδικάστηκε να ζει σε έναν κόσμο που δεν τον εκφράζει. Κάτω από τα πόδια του απλώνονταν πλανεύτρα η θάλασσα και εκείνος νόμιζε πως βρισκόταν στην μέση μιας ερήμου που όσο περνούσε η ώρα αντί να λιγοστεύει φούντωνε από αλαζονεία, που στην ουσία φύτρωνε από την αίσθηση της μοναξιάς που τον βάραινε όλα αυτά τα χρόνια. Φοβόταν πως δεν θα άντεχε τον δρόμο που απέμενε ως το τέρμα, δεν μπορούσε πια να ακούει όλες εκείνες τις γλυκές, γεμάτες πλάνη φωνές που ξεπηδούσαν από τα σπλάχνα του νερού, τον θάνατο που γέμιζε το βλέμμα του μόλις τολμούσε να σηκώσει λίγο το κεφάλι...
Και ύστερα οι εφιάλτες του τα βράδια... Όποτε σήκωνε την ματιά του έβλεπε μέσα στο όνειρο τα βράχια να κρεμιούνται από τον ουρανό έτοιμα να πέσουν και να τον καταπλακώσουν, να χύνουν το αίμα που είχε ποτίσει ακόμα και τα έγκατα της άψυχής τους σάρκας και εκείνο να νοτίζει αγόγγυστα το ταλαιπωρημένο από τους πολύχρονους αγώνες χώμα, να χώνεται σαν τον θρασύδειλο λαθρεπιβάτη στην καρδιά της κάθε απύθμενης σπηλιάς που λούζονταν στα γαλανά νερά. Τα πάντα έμοιαζαν να έχουν ρημάξει εκείνες τις κρύες βραδιές· μέσα στην ψυχή του έβλεπε κάθε λογής λιμάνια, θάλασσες και ανθρώπους να έχουν μεταλλαχτεί σε ένα μείγμα τόσο ομοιογενές που τον τρομοκρατούσε. Το μόνο ίσως πράγμα που είχε ριζώσει βαθιά μέσα του ήταν πως μερικές φορές ένας εφιάλτης ήταν χίλιες φορές καλύτερος από ένα άσχημο ξύπνημα· τούτο μονάχα το συμπέρασμα ήταν που τον κρατούσε σε κάποια απόσταση από την παράνοια. Τόσοι μήνες είχαν κυλήσει από την στιγμή που τα πρώτα αχνά σημάδια της καταστροφής, δειλά στην αρχή μα στην συνέχεια με όλο και πιο γιγαντωμένο θράσος άρχισαν να εισβάλλουν στην ζωή τους και εκείνος ακόμα προσπαθούσε μα μπει μέσα στο μυαλό της, να καταλάβει τι σκέφτεται, μάταια όμως... Άβυσσος η ψυχή της γυναίκας, όμως με εκείνη την κοπέλα από την Σερβία ταίριαζε τόσο πολύ, και ας ήταν το κενό που έδειχνε να τους χωρίζει δίχως τέλος.
Όταν ο Μανώλης Αντωνίου βγήκε από την εκκλησία είχε νυχτώσει πια για τα καλά. Ο ουρανός είχε αλλάξει το βαρύ μολυβένιο σκέπασμά του σε μια ξαστεριά που ξέβραζε μια γλύκα ανείπωτη πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων που από ώρα πια κοιμόνταν ξεφορτώνοντας τον κάματο της μέρας στα εργοστάσια. Άνοιξε τα πρώτα δύο κουμπιά από το βαρύ μπουφάν που τύλιγε τους ώμους του και άρχισε να ανηφορίζει ανέμελα τον δρόμο προς το σπίτι. Οι σκέψεις άρχισαν πάλι να τριβελίζουν σαν ατσάλινα τρυπάνια το κεφάλι του, και αυτός να μην μπορεί να βγάλει άκρη... Τα βήματά του ήταν εντελώς μηχανικά, κάποια στιγμή του φάνηκε πως περπατούσε προς κάποιο εκτελεστικό απόσπασμα και ας ήξερε πως αν τα παρατούσε τα όνειρά του θα πετιόνταν στα σκουπίδια· τώρα πια δεν μπορούσε να πισωπατήσει...
Ο δρόμος προς το σπίτι του φάνηκε αφάνταστα μικρός, μέχρι να το πάρει είδηση είχε φτάσει στον χωματόδρομο απέναντι από την κεντρική πύλη του στρατοπέδου. Οι τριανταφυλλιές που όριζαν τις δυο πλευρές της σκάλας ήταν ακόμα ολάνθιστες, λες και πολεμούσαν με το άρωμά τους να επιβληθούν στην βαρυχειμωνιά και αν γεμίσουν τις ανθρώπινες ψυχές με κάποια ελπίδα, κι ας ήξεραν όλοι ότι ήταν μάταιη. Ο Μανώλης Αντωνίου σήκωσε το κεφάλι προς τα πάνω· ο ουρανός είχε βαρύνει πάλι, μια ακόμα χιονοθύελλα ήταν έτοιμη να ντύσει στα λευκά το οροπέδιο... Με γρήγορο βήμα ανέβηκε τα τριάντα τρία σκαλοπάτια πριν την είσοδο (δεν μπορεί να ήταν τυχαίος ακόμα και αυτός ο αριθμός, όπως σκεφτόταν την εποχή αμέσως μετά την παλιννόστηση) και μπήκε με σκυμμένο το κεφάλι μέσα στην τριώροφη μεζονέτα. Η μικρή σοφίτα ήταν κατασκότεινη· η Ντράγκανα Ράτκιτς είχε εδώ και μέρες μετακομίσει στο Μόσταρ μετά από ομηρικούς καυγάδες με την μάνα της, η ψυχή του μεμιάς μαύρισε: ποτέ άλλοτε το σπίτι δεν του είχε φανεί τόσο άδειο... Μπήκε διστακτικά στο σαλόνι, και αμέσως ένα κακό προαίσθημα κατέλαβε ως και τις πιο μικρές γωνιές του είναι του. Το μυαλό του θόλωσε για άλλη μια φορά και άρχισε να ψάχνει απεγνωσμένα για οινόπνευμα· μόνο αυτό μπορούσε να τον συνεφέρει, να κάνει το κεφάλι του τόσο βαρύ ώστε να σταματήσει επιτέλους να τυραννιέται προσπαθώντας να μαντέψει το μέλλον...
Χωρίς να σκεφτεί ούτε λεπτό χώθηκε πίσω από την μπάρα από πευκόξυλο που είχε στήσει ο προηγούμενος ένοικος λίγο πριν εγκατασταθεί στο σπίτι της μαιτρέσσας του στο Βελιγράδι ψάχνοντας για κάποιο μπουκάλι ούζο ή κονιάκ που ίσως είχε μείνει ξεχασμένο από αυτά που αγόρασε στο ανατολικό αεροδρόμιο, και έπεσε στην ουσία πάνω σε ένα δερματόδετο μπλοκ με σημειώσεις. Το σήκωσε μηχανικά και άρχισε να το περιεργάζεται, να το ξεφυλλίζει. Το περιποιημένο εξώφυλλο δεν του άφηνε καμιά αμφιβολία για τον ιδιοκτήτη: μόνο το χέρι μιας γυναίκας θα μπορούσε να κρατήσει με τέτοιον τρόπο σημειώσεις για την κάθε μέρα που περνούσε. Άρχισε να φυλλομετρά αφηρημένος το απρόσμενο εύρημα, προσπαθώντας να σκοτώσει την ώρα που απέμενε μέχρι να ξημερώσει. Κάποια στιγμή προσπάθησε να κάνει ένα τηλέφωνο στους άλλους τρεις της κλίκας· ο Μανώλης Γλέζος και ο Μιλτιάδης Χρήστου δεν είχαν ακόμα γυρίσει από την Αθήνα, ενώ απ’ ό,τι καταλάβαινε ο Αργύρης Ζαγκλής πρέπει να είχε μπλέξει σε μια κατάσταση πολύ χειρότερη από αυτές που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν το ποτό και τα ναρκωτικά...
Αναμετρώντας τις σελίδες το βλέμμα του κοκάλωσε στην καταχώρηση της μέρας που επέστρεψε από την Ελλάδα:...
“Σήμερα μου μίλησε για άλλη μια φορά για την πατρίδα του, και κουβέντα στην κουβέντα φτάσαμε να συζητάμε για τον Όμηρο και τους θρύλους της Ιλιάδας και της Οδύσσειας... Τα λόγια του είχαν τόση δύναμη που ήρθαν και σκάλωσαν στα όνειρά μου· και ήταν κάτι όνειρα τόσο αληθινά που κόντεψαν να γίνουν εφιάλτες...
“Ξύπνησα ταραγμένη· κάπου συνταίριαξα το όνειρο με την πραγματικότητα στην Βοσνία και μονομιάς κατάλαβα το εφιαλτικό τους ταίριασμα. Το βλέπω, τα πράγματα εδώ δεν πάνε καθόλου καλά· σε λίγο θα κυριέψει κι αυτόν τον τόπο ο πόλεμος και τον φοβάμαι... Ίσως αυτά που έλεγε να μην ήταν πέρα για πέρα θρύλος· μπορεί κι εμείς σ’ αυτή την χώρα να παλεύουμε, να σκοτωνόμαστε για ένα άπιαστο όραμα...”.
Ώρα πολλή είχε μπλεχτεί ανάμεσα στις λέξεις και τα κρυφά νοήματα όσων η Ντράγκανα είχε αποτυπώσει στο χαρτί όλους αυτούς τους μήνες που συζούσαν στην μικρή αποπνικτική σοφίτα, πολεμώντας στην ουσία να βάλει σε κάποια τάξη τους φόβους και τις ενοχές του. Ίσως η Αντζέλικα Ραζή να μπορούσε να τον μυήσει στον τρόπο σκέψης μιας γυναίκας, και εκείνη όμως έπλεε σε άλλα πέλαγα μένοντας στην γωνιά και παρακολουθώντας αδιάφορη τους υπόλοιπους της παροικίας. Ο Μανώλης Αντωνίου έβλεπε ολοκάθαρα να απλώνεται πάνω από τα κεφάλια τους ο τρόμος του επικείμενου πολέμου, και μόνο η ιδέα ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να αλλάξει την μοίρα τους (μια μοίρα που ίσως είχε προκαθοριστεί από πολύ παλιότερα) τον είχε πανικοβάλει όσο ποτέ άλλοτε. Το μυαλό του δεν σταματούσε ούτε λεπτό, κάθε στιγμή που κυλούσε και χάνονταν στο παρελθόν ήταν μουσκίδι στον ιδρώτα από την προσπάθεια για να βρεθεί μια λύση, ένας τρόπος για να λυθεί αυτός ο γόρδιος δεσμός με όσο γίνονταν λιγότερες απώλειες... Παρ’ όλους τους αγώνες του δεν είχε καταφέρει να την πείσει να τον ακολουθήσει πίσω στην Αθήνα, και είχε αρχίσει να τον καταλαμβάνει η πικρή αίσθηση της ματαιότητας...
Το βασικό του πρόβλημα εκείνες τις στιγμές ήταν η αδυναμία να συγκεντρωθεί· κάθε στιγμή πολεμούσε να ξεδιαλύνει τις προφητείες των καιρών που φώναζαν ξεδιάντροπα ότι ο πόλεμος είναι η μόνη λύση στα προβλήματα αυτού του τόπου, και όλα τα συμπεράσματα που έβγαιναν μπροστά στον δρόμο του να είναι πάντα άσχετα με το παρόν σε τέτοιο βαθμό που να τρομοκρατείται και μόνο με την σκέψη τους. Το μόνο πράγμα που είχε σιγουρέψει ήταν πως είχε γεννηθεί σε εποχή γεμάτη περιπέτειες... Τα πάντα περνούσαν και χάνονταν μπροστά από τα μάτια του: οι όμορφες στιγμές όλων εκείνων των καλοκαιριών που έζησε σε κάποια ελληνική ακρογιαλιά και σβήστηκαν πια από την σκέψη του, τα βάσανα που πότισαν την νιούτσικη ψυχή απ’ τα μικρά του κιόλας χρόνια, τα ατέλειωτα ταξίδια προς τα Κύθηρα... Τίποτα πια δεν μπορούσε να του κεντρίσει έστω και φευγαλέα το ενδιαφέρον. Οι ώρες που όφειλαν να περνούν καθημερινά στο πανεπιστήμιο μέρα με την μέρα λιγόστευαν, η πίεση πάνω από τα κεφάλια τους συνέχιζε να τους πλακώνει, όμως όσο πλησίαζε το τέλος του εξάμηνου αντί να φορτωθούν με άγχος ένιωθαν μια γλυκιά αισιοδοξία να τους καταλαμβάνει...
“Ορκίσου μου πως δεν θα φύγεις μακριά μου όταν όλα αυτά που σε κρατούν εδώ χαθούν” του έλεγε συνέχεια. Νόμιζες ότι ήξερε πως κάτι πρόκειται να γίνει, κάτι σαν ένστικτο την προειδοποιούσε πως θα συμβεί κάτι πέρα από την δύναμή τους και θα τους χωρίσει. Ο Μανώλης Αντωνίου πάντα φρόντιζε να κλείνει το στόμα της με κάποιο χάδι· τα λίγα χρόνια που έζησε του έμαθαν να είναι ντόμπρος με τους ανθρώπους που αγαπούσε και αυτή η σχέση ήταν φανερό πως προχωρούσε σοβαρά, ωστόσο δεν τολμούσε να της πει την αλήθεια και ας είχαν δεθεί τόσο πολύ μέσα σε λίγους μήνες...
Δεν είχε περάσει μια βδομάδα από την στιγμή που ξαναγύρισε στην πόλη, και όμως στο μυαλό του έδειχναν να έχουν περάσει μήνες. Ο κόσμος είχε αλλάξει τόσο πολύ από τότε που έφυγε από την Ελλάδα· τίποτα πια δεν ήταν πια όπως το ήξερε, τίποτα δεν είχε μείνει όρθιο απ’ τα παλιά που τόσο γέμιζαν την ζωή του. Δεν έβρισκε προς τα πού έπρεπε να στραφεί, δεν έβλεπε κοντά του πάτημα ή αποκούμπι· είτε βαθιά χωμένος μέσα στα βιβλία είτε ριγμένος στους ανοιχτούς, φαρδιούς δρόμους της ανθρώπινης διασκέδασης, δεν μπορούσε με τίποτα να ξεχάσει... Η ζωή τους κυλούσε πάντα μέσα στα ίδια όρια, κι όσο περνούσε ο καιρός η ψυχή του ελάφρωνε όλο και πιο πολύ από το βάρος της ξενιτιάς, είχε αρχίσει να νιώθει όπως στο σπίτι του. Δεν μπορούσε ακόμα να ανακαλύψει τι έφταιγε, υπέθετε μονάχα πως ό,τι ονειρεύονταν να αποκτήσει ήταν απλά και μόνο μια ακόμα χίμαιρα...
Το μόνο που βασάνιζε τις σκέψεις του όλο αυτό το διάστημα και δεν έλεγε να κοπάσει ήταν ο τρόπος που άλλαζε ο κόσμος. Η αλλαγή ήταν αφάνταστα γρήγορη, όσο και να προσπάθησε δεν μπόρεσε να ακολουθήσει τον ρυθμό της ως το τέλος. Σε μια στιγμή βρήκε τον εαυτό του να βαλτώνει στο επίκεντρο του χάους ανήμπορος να κρατηθεί στο τραίνο που έτρεχε ασταμάτητο στον δρόμο προς το μέλλον, μένοντας στάσιμος σε ένα παρόν που δεν του άξιζε, που δεν ήταν σε αντιστοιχία με τα όνειρά του. Ώρες ολόκληρες πολέμησε να ξεκολλήσει από τον βούρκο, όλα μάταια· το μόνο που κατάλαβε όλα αυτά τα χρόνια ήταν πως τίποτα από όλα αυτά που σε κάνουν να νιώθεις όμορφα δεν μπορεί να είναι καλό για σένα, όσες φορές ένιωσε σαν βασιλιάς μετάνιωσε πικρά στο τέλος... Μετά από μέρες ένιωσε τα φώτα του μυαλού του να σβήνουν κάτω από την πίεση του οινοπνεύματος· ούτε κι αυτό δεν μπόρεσε να ησυχάσει την αγωνία της ψυχής του. Όσο κυλούσε ο χρόνος τρέφοντας το αδηφάγο παρελθόν με την ανθρωποφάγα ανάμνηση τόσο συνειδητοποιούσε πως τα βήματα που έκανε ασυναίσθητα ήταν πάντα προς τα πίσω. Κάποιες φορές συνελάμβανε τον εαυτό του να αναρωτιέται αν πράγματι άξιζε μια τέτοια σχέση, έναν δεσμό με μια κοπέλα άβγαλτη και αμόλυντη μόνο και μόνο επιδιώκοντας να ξορκίσει την κατάρα που τον είχε καταβάλλει, να καταφέρει επιτέλους να ξεφύγει από τις τύψεις και τις Ερινύες που χρόνια τον κατέτρωγαν για όλα εκείνα τα χαμένα όνειρα που ίσως αλόγιστα παράτησε φεύγοντας από την Κάλυμνο...
Τις σπάνιες φορές που επέστρεφε στο παρόν την Ντράγκανα Ράτκιτς να αλλάζει όλο και πιο πολύ στην κάθε μέρα που άφηναν πίσω τους. Την έβλεπε να απομακρύνεται και τρόμαζε από την αδυναμία του να κάνει κάτι, έστω μια κίνηση που θα μπορούσε να την φέρει πάλι κοντά του... Ο Μανώλης Αντωνίου ποτέ δεν είχε ξανανιώσει τον εαυτό του να βρίσκεται τόσο κοντά στην εγκατάλειψη· το σώμα του φάνταζε σαν μια πληγή πάνω σε κάποια γωνιά της γης που δεν της άξιζε ούτε καν ένα όνομα. Όταν κάθε βασιλεμό τον ήλιο να πέφτει πίσω από τον δυτικό ορίζοντα άρχιζε να τρομάζει· οι εφιάλτες δεν του ήταν απαραίτητοι για να τρομάζει πια...
Από εκείνες τις στιγμές το μυαλό του άρχισε να δουλεύει χωρίς σύστημα. “Πάντα ήταν έτσι” σκέφτηκε κάποιο απόγευμα, χαμένος στο μεθύσι· “κάθε καινούριο χάραμα ο περιθωριακός θα πρέπει να μηχανευτεί και μια καινούρια ίντριγκα, αλλιώς θα σηκωθεί ένα πρωί ανακαλύπτοντας πως έχασε τα λογικά του.”. Χαμογέλασε μόλις αντίκρυσε με την κόγχη των ματιών του το παραμορφωμένο του είδωλο στον μοναδικό καθρέφτη της σοφίτας, που είχε γίνει χίλια δυο κομμάτια σε κάποιο από τα ατέλειωτα μεθύσια του με τα ρεμάλια του Γεντί Κουλέ. Παλιά κάποιος του έλεγε πως ένας εφιάλτης είναι χίλιες φορές καλύτερος από έναν ύπνο χωρίς καθόλου όνειρα και τον κορόιδεψε κατάμουτρα πολλές φορές· έπρεπε να περάσει τόσες κακουχίες για να καταλάβει ότι ο παλιός του σύντροφος είχε και τότε δίκιο...
Οι φήμες που κυκλοφορούσαν στην πόλη έλεγαν πως ο πόλεμος θα ξεκινούσε μετά το δημοψήφισμα και τον είχαν πανικοβάλει, δεν μπορούσε να σκεφτεί ψύχραιμα. Είχε τόσα πράγματα να βάλει σε μια τάξη για να οργανώσει, να προσαρμόσει την ζωή του στα καινούρια δεδομένα, και κείνα είχαν καταλήξει ένα μπερδεμένο κουβάρι μέσα στο κεφάλι του. Είχε προσπαθήσει πολλές φορές να το συζητήσει με τους υπόλοιπους της παροικίας προσπαθώντας να διασκεδάσει τους φόβους και τις ανασφάλειές του, μάταια όμως. Το μόνο πράγμα που είχε καταφέρει να αποσπάσει ήταν οι κοροϊδίες και τα χίλια μύρια ειρωνικά βλέμματα και χαμόγελα. Κανένας από τους υπόλοιπους Έλληνες φοιτητές στην Τούζλα δεν μπορούσε καν να φανταστεί το χάος που είχε κυριέψει την ψυχή του ήδη από την στιγμή που ανέβηκε πρώτη φορά στο Βελιγράδι για να πάρει την επάρκεια στα σέρβικα. Ίσως η μεγαλύτερη επιτυχία του μέχρι εκείνες τις στιγμές να ήταν η εγγραφή του στο πανεπιστήμιο της πόλης· όλα τα υπόλοιπα έγιναν στην πορεία ένα ακόμα καμένο τραπουλόχαρτο... Ο Μανώλης Αντωνίου είχε μείνει με την εντύπωση πως με λίγο περισσότερη προσπάθεια όλα θα έμπαιναν σε μια σειρά μελετημένη από αιώνες, που ό,τι κι αν συνέβαινε θα έφτανε μέχρι την γραμμή του τερματισμού και ίσως ακόμα παραπέρα. Η ιατρική σχολή ήταν ένα ακόμα άφταστο ιδανικό, που το αντίκρυζε από τα χαμηλά και όταν κάποτε το έφτανε θα έμπαινε μια ρότα στην ζωή του και θα βασίλευε στον κοντινό του κόσμο ασφάλεια και ευτυχία. Μονάχα όταν βούτηξε για τα καλά στον βούρκο που είχε σφραγισμένο γύρω του το περιθώριο κατάλαβε το μάταιο αυτής της προσμονής, και ύστερα τα πάντα μετατράπηκαν σε ερείπια μπροστά στο θολωμένο βλέμμα του. Είχαν περάσει τόσοι μήνες από την στιγμή που εντάχθηκε στον κύκλο της σχολής, είχαν κυλήσει οι στιγμές της ευτυχίας στα απόνερα του παρελθόντος και εκείνος ακόμα να βάλει σε μια τάξη το ταραγμένο μυαλό του...
© Copyright 2014 John Greek (johnkg at Writing.Com). All rights reserved.
Writing.Com, its affiliates and syndicates have been granted non-exclusive rights to display this work.
Printed from https://www.writing.com/main/view_item/item_id/2022806-Odyssey-1992-part-4