\"Writing.Com
*Magnify*
SPONSORED LINKS
Printed from https://www.writing.com/main/view_item/item_id/2022805-Odyssey-1992-part-3
Item Icon
\"Reading Printer Friendly Page Tell A Friend
No ratings.
Rated: 18+ · Novel · Drama · #2022805
Ομίχλη πάνω απ' τα Βαλκάνια μέρος 1ο κεφάλαια 3. 4. 5.
3.
Η ομίχλη αγκάλιαζε πυκνή το Βελιγράδι. Ο Μανώλης Αντωνίου με τον χάρτη στα γόνατα προσπαθούσε να οδηγήσει προς την έξοδο της πόλης μέσα από τις ερημωμένες λεωφόρους. Το μόνο σημείο απ’ όπου μπορούσε να προσανατολιστεί ήταν το τεράστιο κτίριο απέναντι από το σταυροδρόμι απ’ όπου ξεκινούσε ο δρόμος για τον σταθμό των τραίνων.
Κυκλοφορούσε άγνωστο για πόσες ώρες εντελώς μηχανικά, με το μυαλό πραγματικά χαμένο· ακόμα και οι συζητήσεις με τους Έλληνες συνοδοιπόρους του ως την πρωτεύουσα ήταν εντελώς απρόσωπες, οι απαντήσεις του τις περισσότερες φορές περιορίζονταν σε ξερά “ναι” και “όχι”. Η αίσθηση της μοναξιάς άρχισε να πλακώνει την καρδιά του μαζί με τις πρώτες νιφάδες του χιονιού που έγνεθαν τις βάσεις του κάτασπρου πέπλου που σε λίγο θα κάλυπτε τα πάντα γύρω τους. Όταν τίναξε το κεφάλι και επανήλθε στο παρόν πρέπει να χιόνιζε πάνω από δυο ώρες. Ο αυτοκινητόδρομος προχωρούσε παράλληλα με ένα μεγάλο ποτάμι που κόντευε να ξεραθεί. Το παγωμένο χιόνι έντυνε τις δυο όχθες του ξεροπόταμου και τις έκανε κοφτερές σαν ξυράφια: για μια στιγμή τα είδε να σηκώνονται απειλητικά και να πλησιάζουν προς το μέρος του, δεν ήταν όμως παρά μια αντανάκλαση κάποιας χαμένης ηλιαχτίδας ανάμεσα από τα πυκνά σύννεφα. Παρ’ όλο που ο ήλιος ήταν ακόμα ψηλά στον χειμωνιάτικο ουρανό της Σερβίας τα μολυβένια σύννεφα έμοιαζαν να έχουν θρονιαστεί στα πρώτα υψώματα που φαίνονταν στο βάθος του ορίζοντα, κρυμμένα μέσα στην πυκνή αντάρα. Οι σπάνιες διακλαδώσεις ήταν στην πραγματικότητα δασικά μονοπάτια που ανηφόριζαν τα βουνά δίχως να οδηγούν πουθενά. Ο Μανώλης Αντωνίου αναστέναξε και άναψε ένα τσιγάρο, προσπαθώντας να καταλαγιάσει τον φόβο που τρύπωνε πάλι στο μυαλό του. Τα πράγματα είχαν αγριέψει, τα σύνορα κόντευαν να γίνουν απροσπέλαστα ακόμα και για εκείνους, πόσο μάλλον για κάποιο αυτοκίνητο με σέρβικες πινακίδες που πηγαινοέρχονταν μια δυο φορές κάθε εβδομάδα από την Τούζλα ως το Βελιγράδι... Τώρα που το ξανασκέφτονταν, ήταν πραγματικά παράξενο που ακόμα δεν είχαν συναντήσει κάποιο οδόφραγμα... Ένιωσε την σκέψη του να βυθίζεται στο χάος που επικρατούσε στο εσωτερικό του κεφαλιού του, ήξερε όμως πολύ καλά ότι δεν είχε τέτοια περιθώρια...
Τα πάντα έδειχναν να έχουν αλλάξει ριζικά στο διάστημα της απουσίας του, όμως στο μυαλό του παρέμεναν ακόμα όπως τα είχε αφήσει φεύγοντας πριν από δύο σχεδόν χρόνια: η μικρή σοφίτα στις παρυφές της Σκόγεβσκα πνιγμένη στις ανθισμένες τριανταφυλλιές, η σχολή, η σχέση του με την Ντράγκανα Ράτκιτς... Η σκέψη της τον κυνηγούσε πάντα, όσο και να προσπάθησε μέσα από την έντονη ζωή και τις κάθε λογής καταχρήσεις να καταφέρει να την ξεπεράσει και να προχωρήσει επιτέλους μπροστά. Ευχόταν μόνο να τον περιμένει ακόμα...
Ο δρόμος προχωρούσε φιδογυριστός μέσα στην πυκνή χιονοθύελλα. Οι νιφάδες του χιονιού τον εμπόδιζαν να δει πάνω από τριάντα μέτρα μακριά· τι τον περίμενε κρυμμένο πίσω από αυτό το μυστηριώδες πέπλο; Αν και μέσα στο αυτοκίνητο το καλοριφέρ δούλευε στο φουλ χωρίς ανασεμό ένιωθε πως είχε αρχίσει να παγώνει... Ένα πυκνό σύννεφο κάλυπτε τον στενό δρόμο και τα γύρω χωράφια· είχε την αίσθηση ότι ταξίδευε σ’ αυτόν τον τόπο για πρώτη φορά στην ζωή του. Το εξωπραγματικό τοπίο που σχηματίστηκε με την συνεισφορά της θύελλας τον ανησυχούσε· έτσι δικαιολόγησε την απουσία οδοφραγμάτων σε μια περιοχή όπου ο πόλεμος δεν αποτελούσε και τόσο μακρινή υπόθεση. Μπορούσε να τους συμβεί οτιδήποτε σε τούτο τον χαμένο στην ομίχλη δρόμο, και ο έξω κόσμος δεν θα το μάθαινε ποτέ...
Τα χωράφια έδιναν σιγά σιγά στην θέση τους στα πυκνά δάση. Το χιόνι εδώ και κάμποση ώρα είχε σταματήσει να πέφτει πάνω στα κεφάλια τους. Η ομίχλη τον άφηνε με την εντύπωση πως δεν προχωρούσαν καθόλου: βρίσκονταν μέσα σε ένα δάσος στην άκρη κάποιας μικρής κωμόπολης, χωμένης μέχρι τον λαιμό στο παγωμένο από το ξεροβόρι χιόνι. Σε όποιον βαθμό και να όριζε ο φόβος τις κινήσεις του, όσο κι αν αλυχτούσαν οι φωνές στο εσωτερικό του κεφαλιού του να επιστρέψει στην πατρίδα, ήταν πολύ αργά για τέτοιες πολυτέλειες· τα σύνορα με την Σερβία είχαν μείνει πενήντα ολόκληρα χιλιόμετρα πίσω τους...
Έπρεπε να σκεφτεί ακόμα και την μικρότερη λεπτομέρεια, να καταφέρει με κάθε θυσία ό,τι δεν μπόρεσε να κάνει πριν φύγει πριν δυο χρόνια. Μακάρι να έβρισκε επιχειρήματα για να πείσει την Ντράγκανα να τον ακολουθήσει στην Ελλάδα, αν τον περίμενε μετά από τόσον καιρό. Δεν είχε πολλά περιθώρια, το μπαρούτι άρχιζε κιόλας να ποτίζει τα πάντα γύρω τους.
Όταν έφτασαν στην Τούζλα ήταν πια περασμένο μεσημέρι. Ο Μανώλης Αντωνίου ένιωσε πως είχε γίνει άλλος άνθρωπος βγαίνοντας με το αυτοκίνητο μέσα από την ομίχλη, θαρρείς ότι ελάφρωσε η ψυχή του διαβαίνοντας το πέρασμα που οδηγούσε από το Βίσεγκραντ στην γκόρνια Τούζλα, λες κι οι νεράιδες που φυλούσαν τις διαδρομές του Ρζαβ πέρα από τα διάσελα του Ούζαβνικ να σήκωσαν αυτό το πικρό βάρος από το μυαλό του, ο πόνος του αποχωρισμού δεν τον πίεζε τόσο πολύ. Η αλυσίδα είχε ξεκολλήσει πια από τους καρπούς του, αυτό το φοβερό σκοινί που χρόνια ολόκληρα τον κρατούσε κοντά με την υποταγή, μπορούσε πια ελεύθερα να σηκώσει την ματιά του από το χώμα και να ατενίσει τον ορίζοντα πέρα από τα σύννεφα που χαμηλώνοντας πάσχιζαν να εκμηδενίσουν ακόμα και τα τελευταία ίχνη από τα όνειρα και τις ανθρώπινες ελπίδες... Δεν ήταν υποχρεωμένος να ακολουθεί κανέναν, μπορούσε επιτέλους να μιλήσει και να κάνει ό,τι θέλει και όπως τον πρόσταζε η συνείδησή του, ήταν πια ελεύθερος. Η μόνη πίκρα που απέμενε ήταν ο χρόνος ως το τέλος που δεν έλεγε να λιγοστέψει, ήταν όμως πάρα πολύ αργά για να αλλάξει η κατάσταση. Η ζωή του είχε πια πάρει μια πορεία που θαρρείς πως ήταν καθορισμένη από πολύ παλιότερα, και έκλεισαν μπροστά και πίσω του όλοι οι δρόμοι από όπου θα μπορούσε ίσως να πισωπατήσει...
Η αλήθεια είναι πως ο Μανώλης Αντωνίου δεν άργησε να προσαρμοστεί. Μέσα σε έναν μόλις χρόνο κατάφερε να βολευτεί σε κάποιες νέες συνήθειες, νέες συμπάθειες και αντιπάθειες που μπορεί να μην χρησίμευαν σε κάτι στην μετέπειτα ζωή του αλλά βοήθησαν να δεθεί πάρα πολύ σφιχτά σε τούτη την πραγματικότητα, να είναι πολύ αργά για να αλλάξει ρότα. Είχε πάρει την μεγάλη απόφαση να παρακολουθήσει την ιατρική σχολή και έπρεπε την διαδρομή να την περάσει ως το τέλος, μέχρι να φτάσει στην γραμμή του τερματισμού, μέσα του όμως εξακολουθούσε να είναι μπερδεμένος... Και κάποτε, ανηφορίζοντας τον δρόμο προς το σπίτι η σκέψη του φωτίστηκε από το μεγάλο νόημα: την μοίρα μας την φτιάχνει ο καθένας μόνος του, με τον ιδρώτα του προσώπου του... Σήκωσε ξαφνικά το κεφάλι, ατενίζοντας αυθάδικα τον βαρύ από τα φορτωμένα με χιόνι σύννεφα ουρανό της Βοσνίας· από εκεί και στο εξής θα προχωρούσε όπως εκείνος ήθελε: δεν ντρεπόταν, δεν φοβόταν πια κανέναν...


4.
Η Ντράγκανα Ράτκιτς γυρνούσε σαν χαμένη στους δρόμους και τις γειτονιές της πόλης ώρες ατέλειωτες, προσπαθώντας να οργανώσει τον αχό που επικρατούσε στο μυαλό της. Είχε την εσωτερική παρόρμηση να γυρίσει πίσω στην Σκόγεβσκα, κάπου μέσα της πίστευε ότι ο Μανώλης Αντωνίου θα γύριζε κάποια στιγμή μέσα στις επόμενες μέρες, από την άλλη όμως η φωνή της λογικής μέσα της φώναζε πως έπρεπε να ακολουθήσει τον αδερφό της στο Μόσταρ, τουλάχιστον μέχρι να ηρεμήσουν λίγο τα πράγματα στην φτωχογειτονιά που την ανέθρεψε. Πριν από δυο τρεις μέρες αντάμωσε στις παρυφές της ανηφόρας κάποιες γειτόνισσες που γύρισαν το κεφάλι από την άλλη πλευρά σιγοψιθυρίζοντας, μάλλον για κείνη. Δεν την χωρούσε άλλο η παλιά της γειτονιά, σίγουρα θα έπρεπε να ακολουθήσει τουλάχιστον για κάποιο διάστημα τον αδερφό της, δεν μπορούσε να μείνει ούτε στιγμή στο πατρικό της· οι κακές γλώσσες είχαν αρχίσει εδώ και κάμποσο καιρό να διαδίδουν ιστορίες. Έσκυψε το κεφάλι αποφασισμένη και μπήκε στο σπίτι χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά στην Άιντα Ράτκιτς που έπλεκε καθισμένη αντίκρυ στο τζάκι. Μάζεψε λίγα ρούχα και ξαναβγήκε φουριόζα στον δρόμο με σκοπό να γυρίσει στην Σκόγεβσκα μέχρι να ξεκινήσουν για το Μόσταρ. Από την ώρα που σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι εκείνο το πρωί ένα είδος διαίσθησης της έλεγε πως κάτι θα συμβεί, η Ντράγκανα Ράτκιτς όμως είχε μάθει από καιρό να αγνοεί τέτοιου είδους παρορμήσεις· αυτή την φορά μέχρι να νυχτώσει η μέρα θα άλλαζαν πολλά...

Ο Ντράγκαν Ράτκιτς τριγύριζε μέσα στο σπίτι σαν αφιονισμένος. Το τελευταίο πράγμα που περίμενε από την αδερφή του ήταν τέτοια παράλογη συμπεριφορά. Ποτέ δεν του είχε δώσει οποιοδήποτε δικαίωμα να την αμφισβητήσει, από την άλλη όμως οι ιστορίες που ακούγονταν στην γειτονιά ήταν πολλές, και αν η κάθε μία από αυτές είχε και μια ελάχιστη δόση αλήθειας τότε όσα προσπάθησε να φτιάξει στα χρόνια που πέρασαν από τον θάνατο του πατέρα τους θα ‘χαν καταστραφεί... Δεν τον χωρούσαν πια οι τέσσερις τοίχοι και ξαμολήθηκε φουρκισμένος στους δρόμους, να τον χτυπήσει ο παγωμένος αέρας μήπως σκεφτεί πιο ξεκάθαρα.
Για τον μυστήριο φοιτητή από την Ελλάδα που τραβολογούσε την αδερφή του στα τρία πρώτα εξάμηνα της σχολής είχε ακούσει πολλά και διάφορα· εκείνος είχε σχηματίσει διαφορετική γνώμη από τις δυο τρεις φορές που συναντήθηκαν, όμως ποτέ δεν σιγουρεύτηκε πραγματικά για τις προθέσεις του. Όταν τα μάζεψε και εξαφανίστηκε από την πόλη ένιωσε ένα μαχαίρι να μπήγεται στο στήθος του. Ο Μανώλης Αντωνίου ήταν ένας ακόμα τυχοδιώκτης: οι επισκέψεις στο καζίνο, τα αδιάκοπα ταξίδια έδειχναν άνθρωπο ανίκανο να αφοσιωθεί σε έναν στόχο. Ξαφνιάστηκε που η αδερφή του έπεσε έξω, εκείνη ήταν ανυποχώρητη, αλλά με τον καιρό ήλπιζε πως θα συνετιζόταν.
Όταν πήρε την απόφαση να βγει στον δρόμο προς το σπίτι ο ήλιος είχε αρχίσει να χαμηλώνει πάνω από τα κεφάλια τους. Είχε παρασυρθεί από τις σκέψεις, διέσχισε χωρίς να καταλάβει όλη σχεδόν την πόλη και βρέθηκε ψηλά στην διασταύρωση όπου τελείωνε η Γκλάβνα ούλιτσα αρχίζοντας ο αυτοκινητόδρομος προς το σερβοκροατικό τρίγωνο. Έχωσε τα χέρια στις τσέπες και άρχισε να περπατά προς την βιομηχανική ζώνη βιαστικά· αν και μόλις είχε περάσει το μεσημέρι, όσο χαμήλωνε ο ήλιος η παγωνιά επέστρεφε δριμύτερη: ο φετινός χειμώνας ήταν ο βαρύτερος των τελευταίων δέκα χρόνων.
Δεν είχε περπατήσει δυο χιλιόμετρα όταν κάτι τον έσπρωξε να σταματήσει για να ανάψει ένα τσιγάρο. Έκατσε σε ένα παγκάκι που ακόμα το έλουζε ο απογευματινός ήλιος και άρχισε να περιεργάζεται τους γύρω χώρους. Κανένας δεν φαντάστηκε πριν λίγους μήνες ότι τα πράγματα ανάμεσα στις τρεις εθνότητες θα έφταναν σε ένα τέτοιο κρίσιμο σημείο· σε λίγο πια δεν θα υπήρχε επιστροφή... Ο Ντράγκαν Ράτκιτς γύρισε το βλέμμα του στον δρόμο· οι διαβάτες προχωρούσαν με σκυμμένα κεφάλια σαν να κουβαλούσαν στις πλάτες τους τα βάρη ολόκληρου του κόσμου... Κάτι του τράβηξε την προσοχή απρόσμενα, κάτι δεν ταίριαζε με την εικόνα της περιοχής: ένα αυτοκίνητο με σέρβικες πινακίδες ρόλαρε προσεκτικά στην λεωφόρο. Απόρησε με την αποκοτιά του οδηγού να βρεθεί σε μια τόσο άσχημη περίοδο σχεδόν στο κέντρο της Βοσνίας, και άρχισε να προσπαθεί να διακρίνει την φιγούρα πίσω από το τιμόνι. Το πρόσωπο του φάνηκε αόριστα γνωστό, σαν να είχαν ανταμώσει κάποτε παλιότερα, και σβήνοντας το αποτσίγαρο σε έναν σωρό που είχε σχηματίσει δίπλα στο παγκάκι το παγωμένο χιόνι ο κεραυνός τον χτύπησε κατακέφαλα... Δεν πρόλαβε να δει ξεκάθαρα, μα έμοιαζε αρκετά στον Μανώλη Αντωνίου...
Κάλυψε την απόσταση που τον χώριζε από το σπίτι λες και πατούσε στον αέρα. Η αδερφή του είχε κιόλας εξαφανιστεί, και οι υποψίες του έγιναν εντονότερες. Το μυαλό του έπαιρνε χίλιες στροφές, σαν υπερφορτωμένος κινητήρας· έπρεπε να είναι σίγουρος πριν κάνει οτιδήποτε. Άρπαξε το τηλέφωνο με μια απότομη κίνηση και μίλησε με δυο γνωστούς του από τον καιρό που είχε οργανωθεί στον κόμμα. Δυόμισι ώρες και ένα πακέτο τσιγάρα αργότερα είχε επιβεβαιωθεί· ο Μανώλης Αντωνίου είχε περάσει τον έλεγχο διαβατηρίων στο διεθνές αεροδρόμιο του Βελιγραδίου νωρίς το ίδιο πρωί. Τώρα το μόνο που είχε να κάνει ήταν να σιγουρευτεί πως ο αλήτης γύρισε στην Τούζλα. Το τηλέφωνο της Σκόγεβσκα απαντούσε· δεν είχε κάνει λάθος, πήρε το νούμερο δυο φορές... Τα μάτια του πετούσαν σπίθες· η μάνα του τον κοίταζε απορημένη μα ούτε καν το παρατήρησε. Σίγουρα θα τον έβρισκε, θα του έλεγε τις σκέψεις του για εκείνον και την αδερφή του στα ίσια, πρόσωπο με πρόσωπο, και δεν έπρεπε να καθυστερήσει ούτε ένα λεπτό...


5.
Μπαίνοντας στην σοφίτα τον άρπαξε μεμιάς η βαριά οσμή της κλεισούρας. Το σπίτι σε γενικές γραμμές δεν ήταν ακατάστατο, ωστόσο η τόσο γνώριμη στον Μανώλη Αντωνίου αίσθηση της εγκατάλειψης ήταν παντού παρούσα. “Κάπως έτσι θα είναι και η μυρωδιά της μοναξιάς” σκέφτηκε και ανατρίχιασε ασυναίσθητα. Από την μια στιγμή στην άλλη ένιωσε πάλι ένα ζευγάρι στιβαρά μπράτσα να τον αρπάζουν απ’ τους ώμους εντελώς απρόσμενα, δέκα δάχτυλα να αρχίζουν να κλείνουν σφιχτά σαν μέγγενη γύρω από τον λαιμό του και την ακαθόριστη αίσθηση του deja vu να πλανιέται παντού μέσα στο δωμάτιο. Τίποτα δεν μαρτυρούσε πως η Ντράγκανα Ράτκιτς ζούσε σε αυτόν τον χώρο πρόσφατα...
Ο Μανώλης Αντωνίου σώριασε βιαστικά τους δυο σάκους πίσω από την ξύλινη μπάρα και με ένα ποτήρι μαύρο ρούμι στα χέρια όρμησε στο μικρό μπαλκόνι της σοφίτας. Εκείνες τις στιγμές ένιωσε να τον πνίγει η σιγουριά πως δεν χωρούσε πουθενά. Κατάφερε να αφομοιωθεί σε ένα σύστημα που αν και φαίνονταν να εκπληρώνει τα παιδικά του όνειρα ήταν στην ουσία ξένο. Τίποτα πια δεν τον γέμιζε, ακόμα και η σχέση του με την Ντράγκανα Ράτκιτς έδειχνε έτοιμη να καταρρεύσει (αν δεν είχε καταρρεύσει ήδη με το πέρασμα του χρόνου)· το μπουκάλι σώθηκε γρήγορα, το βλέμμα του είχε αδειάσει όσο ατένιζε τον βαρύ ουρανό του υψιπέδου της Τούζλας. Το χιόνι δεν θα αργούσε για πολύ παραπάνω...
Πετάχτηκε απότομα από την πολυθρόνα σαν να τον κέντρωσε σκορπιός και άρχισε να πετάει άτσαλα τα ρούχα του μέσα στην μικρή ντουλάπα. Όταν οι σάκοι άδειασαν ο Μανώλης Αντωνίου έσκυψε το κεφάλι αμίλητος και βγήκε στον δρόμο προς την πόλη. Το στρωμένο με καλά πατημένο χώμα σοκάκι ήταν έρημο, το ίδιο και η κεντρική λεωφόρος που ένωνε την πόλη με το στρατιωτικό αεροδρόμιο, αλλά ούτε κι αυτό τον παραξένεψε. Το χιόνι άρχισε να πέφτει αργά στην αρχή μα στην συνέχεια όλο και πιο πυκνό, εκείνος όμως ατάραχος και ανενόχλητος από την κακοκαιρία προχωρούσε με τα πόδια προς το ξενοδοχείο σαν να είχε βγει βόλτα στο πάρκο το κατακαλόκαιρο. Μόλις έφτασε στην λεωφόρο έστριψε αριστερά και έπιασε να προχωρά προς το κέντρο με τα χέρια ανέμελα στις τσέπες σαν να μην συνέβαινε τίποτα, λες και θαρρούσε ακόμα πως ήταν καλοκαίρι και περπατούσε σε κάποια από τις παραλίες που αγάπησε πίσω στην Ελλάδα...
Δεν ήξερε πόσο κράτησε η περιπλάνησή του στους παγωμένους κιόλας δρόμους· κάποια στιγμή βρήκε τον εαυτό του να τριγυρνά άσκοπα μέσα σε ένα υποτυπώδες πολυκατάστημα, τα πάντα όμως εκεί μέσα ήταν τόσο θλιβερά και άχρωμα που ξαφνικά ένιωσε την ανάγκη να ουρλιάξει απελπισμένος. Όταν σήκωσε το κεφάλι του είδε πως είχε αρχίσει να πέφτει η νύχτα σκληρή και αδυσώπητη πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων. Ο κόσμος, τόσο εκεί όσο και πίσω στην πατρίδα, έδειχνε πάλι έτοιμος να τον απομονώσει, παρ’ όλες τις προσπάθειες που έκανε για το αντίθετο. Η μοναξιά που κύκλωνε την αύρα του γίνονταν με την κάθε μέρα που περνούσε όλο και πιο βαριά: απ’ την στιγμή που έφτασε στο σπίτι και άρχισε να μπεκροπίνει το τηλέφωνο είχε χτυπήσει δυο φορές χωρίς να μιλήσει κανείς, θαρρείς πως κάποιος ήθελε μόνο να βεβαιωθεί πως βρισκόταν ακόμα εκεί...
Είχαν περάσει πολλές ώρες από την στιγμή που άρχισε να τριγυρνά στην πόλη, και δεν κατάφερε να την βγάλει από τις σκέψεις του. Χίλια δυο πράγματα έμπαιναν με το στανιό μέσα στο κεφάλι του, έκαναν το μυαλό του να παρασύρεται σε λάθος δρόμους, μα πάντα ένα και μοναδικό συμπέρασμα απέμενε κάτω από τα τσάμπουρα της θύελλας που έπιαναν να γνέθουν οι μεγάλοι: ίσως η επιστροφή του στην Βοσνία να ήταν μια ακόμα τρέλα... Αυτή η σκέψη πάντα τον πανικόβαλε όμως εκείνη την εποχή μονάχα ο κίνδυνος μπορούσε να τον κρατήσει ζωντανό, να συνεχίσει τον αγώνα...
Κάποια γυναίκα τον έσπρωξε άγαρμπα κάνοντάς τον να τιναχτεί από τον λήθαργο αλαφιασμένος, αμέσως όμως ηρέμησε βλέποντάς την να προσπαθεί να αρπάξει ένα κομμάτι μεταξωτό που πουλούσαν στις εκπτώσεις. Ο Μανώλης Αντωνίου προχώρησε βιαστικά προς την έξοδο του πολυκαταστήματος και είδε να απλώνεται μπροστά του, ολόισια και απρόσωπη, η κεντρική λεωφόρος. Οι λιγοστοί διαβάτες σκορπίζονταν βιαστικά στα παγωμένα πεζοδρόμια χωμένοι βαθιά μέσα στα σφιγμένα πανωφόρια τους, σε μια προσπάθεια να φυλαχτούν από το χιόνι. Ξαφνικά η πόλη μετατράπηκε στα μάτια του σε ένα τεράστιο στρατόπεδο συγκέντρωσης· πίσω από κάθε μάντρα, κάτω από οποιοδήποτε καλά δεμένο σύδεντρο θαρρούσε ότι παραμόνευαν κρυμμένα τα σκυλιά του φόβου, έτοιμα να τον κατασπαράξουν...
Ο Μανώλης Αντωνίου περπατούσε αμίλητος· δεν ακουγόταν γύρω του κανένας θόρυβος, μόνο το χιόνι που έτριζε κάτω από τα βήματά του. Τα δέντρα σχημάτιζαν δυο συμπαγή σκοτεινά τοιχώματα και στις δυο πλευρές του δρόμου, και νόμιζε ότι το κάθε βήμα που έκανε τον έφερνε ακόμα πιο κοντά σε κάποιον κίνδυνο τρανότερο από όσο θα μπορούσε ίσως να αντέξει. Χίλιες δυο σκέψεις έκαναν το κεφάλι του έτοιμο να εκραγεί, όταν κάποιος πετάχτηκε απ’ τις σκιές και τον άρπαξε από το πέτο· το πρόσωπο του φάνηκε γνωστό, μόλις αντιλήφθηκε την αόριστη ομοιότητα με την Ντράγκανα άρχισε να νομίζει πως έχει πάλι παραισθήσεις. “Γιατί γύρισες;” άκουσε να του σφυρίζει απειλητικά στο αυτί, και επιτέλους αναγνώρισε τον αδερφό της. Μηχανικά έβαλε το χέρι στην μέσα τσέπη του μπουφάν και έβγαλε το δαχτυλίδι· ο Ντράγκαν Ράτκιτς έσκισε βιαστικά το περιτύλιγμα και άρχισε να το περιεργάζεται. Η ματιά του έλαμψε μόλις διάβασε την χαραγμένη αφιέρωση: “Ντρ. Ρ. μαζί για πάντα”. Χαλάρωσε την λαβή του και έκοψε τον σοκαρισμένο Μανώλη Αντωνίου απ’ την κορφή ως τα νύχια. “Έχε τον νου σου, θα σε παρακολουθώ” είπε και εξαφανίστηκε μέσα στους θάμνους το ίδιο ξαφνικά όπως είχε εμφανιστεί.
Ο Μανώλης Αντωνίου συνέχισε τον δρόμο του σαστισμένος· ποτέ του δεν φαντάστηκε τέτοια εξέλιξη από το πρώτο κιόλας βράδυ. Κάποια στιγμή ανηφόρισε τον δρόμο προς το σπίτι· σήκωσε την ματιά του από το χώμα και κατάλαβε πως είχε από ώρα σκοτεινιάσει... Η θερμοκρασία είχε πέσει κάτω από το μηδέν, τα πάντα γύρω του είχαν σκεπαστεί με ένα παχύ στρώμα πάγου που με το χιόνι είχε μεταλλαχτεί σε στέρεο ανθεκτικό υπόστρωμα που λίγο έλειψε να παγώσει ακόμα και την ψυχή του. Το σπίτι που υψώθηκε στα δεξιά του φάνηκε σαν τον παράδεισο, καθώς το κρύο άρχιζε να τον επηρεάζει· είχε αρχίσει κιόλας να τρέμει σύγκορμος, αν έμενε έξω λίγο παραπάνω ήταν σίγουρο πως η υποθερμία ήταν το μικρότερο κακό που θα περίμενε να του συμβεί. Ανέβηκε αργά την σκάλα με τις τριανταφυλλιές και άρχισε μηχανικά να βγάζει από την τσέπη του μπουφάν το κλειδί της εξώπορτας χωρίς να σηκώσει έστω το βλέμμα του από το χώμα, παρασυρμένος από την προσπάθεια να ανακαλύψει τι ήταν αυτό που τον τράβηξε πίσω στην Βοσνία...
Ανοίγοντας την πόρτα είδε μια σκιά να κάθεται στην κορυφή της ξύλινης σκάλας που οδηγούσε στην σοφίτα, παρ’ όλα αυτά όμως δεν μπήκε στον κόπο να ανάψει το φως· η φαντασία του έπαιζε πολλά παιχνίδια τις τελευταίες μέρες, ο Μανώλης Αντωνίου νόμισε για μια στιγμή πως ονειρεύεται βλέποντας την Ντράγκανα Ράτκιτς να λαγοκοιμάται με το κεφάλι της ακουμπισμένο στην κουπαστή. Έριξε το δαχτυλίδι στην τσέπη της ζακέτας της, και εκείνη μόλις ένιωσε το άγγιγμά του πετάχτηκε όρθια και τον αγκάλιασε αγχωμένη. “Πού ήσουν; Από το μεσημέρι είδα τα ρούχα σου πεταμένα στην ντουλάπα και έκατσα να σε περιμένω, μετά από τόσες ώρες άρχισα να ανησυχώ” είπε με μια ανάσα. Η όψη της του φάνηκε χλωμή (σαν να ’χε κλάψει ασταμάτητα τις τελευταίες ώρες) όμως ακόμα δεν μπορούσε να καταλάβει κάτι: η ώρα ήταν περασμένη και το μυαλό του πολύ θολωμένο για να μπορέσει να κάνει τους απαραίτητους συσχετισμούς...
Την άρπαξε με βιάση και την φίλησε στο στόμα πριν προλάβει να αρθρώσει άλλη μια λέξη.
“Ησύχασε μικρό μου” της είπε σοβαρά· “προς το παρόν είμαστε ασφαλείς.”. Η Ντράγκανα Ράτκιτς δεν έπρεπε να καταλάβει τίποτα από όλα εκείνα που τον τυραννούσαν, άσχετα αν όσα είχε ακούσει τον έκαναν για μια στιγμή να λιποψυχήσει. Τα πράγματα στην Τούζλα δεν ήταν πια όπως παλιά, το είχε καταλάβει μόλις ξαναπάτησε το πόδι του στην πόλη. Είχαν αλλάξει τόσα πολλά στην συμπεριφορά των ανθρώπων που είχαν μπλέξει στην ζωή του, τόσο μέσα στο πανεπιστήμιο όσο και έξω από αυτό· μέσα σε λίγους μήνες είχαν αρχίσει να αλλάζουν ακόμα και οι σχέσεις ανάμεσα στις φοιτητικές παρέες.
Κάποια στιγμή κουράστηκε να επαναλαμβάνεται, βαρέθηκε να ακούει τις ίδιες απαντήσεις, τα ίδια πάντα λόγια εμποτισμένα με τόσο πατριωτισμό που ένιωθε την ψυχή του να ουρλιάζει απελπισμένη. Ο Μανώλης Αντωνίου είχε εξαντλήσει όλα του τα επιχειρήματα προσπαθώντας να την πείσει να τον ακολουθήσει στην Αθήνα δίχως να καταφέρει τίποτα…
Τα βράδια δεν μπορούσε να ξεφύγει από την σκέψη ότι τα πάντα είχαν τελειώσει, όλα γύρω του είχαν καταρρεύσει σε ερείπια (μαζί με τις φιλοδοξίες του για το πτυχίο, όπως ανακάλυψε πολύ αργότερα) και τότε εκείνη για άλλη μια φορά θα αναλάμβανε να κάνει την ελπίδα στην ψυχή του να ξαναζωντανέψει. Ακόμα και στην χειρότερη δυνατή κατάσταση θα έλεγε ή θα έκανε κάτι που θα εκτόνωνε τα πράγματα και θα ανέβαζε το ηθικό όσων βρίσκονταν γύρω της· ίσως αυτός να ήταν ο λόγος που την αγάπησε από την πρώτη κιόλας στιγμή...
Πάντα στο τέλος γύριζε να κοιτάξει την Ντράγκανα κατάματα, ανήμπορος ακόμα να την καταλάβει... Τα καστανά της μάτια είχαν κλεμμένο από την μέρα ένα απόκοσμο φως που ηρεμούσε το μυαλό και έκανε τον κάθε άνθρωπο να βλέπει την ζωή λίγο καλύτερη από όσο ήταν στην πραγματικότητα, που έδινε την δύναμη στις λίγες πια ελπίδες που του είχαν απομείνει να βγουν κάποιο πρωί στην επιφάνεια και ίσως να διεκδικήσουν ένα κομμάτι από την ζωή του. Το μόνο που του έμενε ήταν ν’ αποτραβηχτεί σε μια γωνιά απλά αφήνοντας την ρόδα των καιρών να φέρει άλλη μια βόλτα, μια και για μήνες ολόκληρους δεν είχε σταματήσει έστω μια στιγμή να ψάχνει κάποιο απάγκιο...
Το επόμενο ξημέρωμα τους βρήκε να κοιμούνται αποκαμωμένοι στους δυο αντικρινούς καναπέδες του μικρού σαλονιού· η Ντράγκανα Ράτκιτς επέμενε να κοιμηθούν μαζί, όμως ο Μανώλης Αντωνίου ένιωθε πως έτσι ίσως να μαγάριζε ένα κομμάτι από το παρελθόν που για δύο σχεδόν χρόνια τον κράτησε όρθιο να παλεύει για να μην βρεθεί να σέρνεται στα απόνερα της κοινωνίας... Όταν άνοιξε τα μάτια του ο ήλιος είχε εισβάλλει αυθάδικα στην μικρή σοφίτα μέσα από τα διπλά τζάμια του παράθυρου που είχαν ξεχάσει να κλείσουν πριν πέσουν για ύπνο· η Ντράγκανα κοιμόταν ακόμα αμέριμνη, με το πρόσωπό της γυρισμένο προς τον τοίχο. Ο Μανώλης Αντωνίου σηκώθηκε και έκατσε στην μια άκρη του καναπέ χαμογελώντας· ένιωθε πως δεν είχε αλλάξει τίποτα, μπορούσε πάλι να αρχίσει την προσπάθεια που είχε μείνει από τα παλιά ατέλειωτη...
Είχε τόσο απορροφηθεί από την προσπάθεια να ξεμπερδέψει το μυαλό του φτιάχνοντας τον πρώτο καφέ της μέρας που δεν την πήρε είδηση να πλησιάζει από πίσω και να τον αγκαλιάζει, σαν να προσπαθούσε να κρατήσει μέσα στην αγκαλιά της κάτι στην ουσία άπιαστο. “Σκέφτομαι να πάω με τον Ντράγκαν στο Μόσταρ” του είπε ενώ ο καφές ακόμα άχνιζε· “σε δυο μήνες δίνει πτυχιακές, πρέπει κάποιος να κρατάει το σπίτι” συνέχισε με ένα βλέμμα όλο ενοχή στραμμένο στο σαρακοφαγωμένο πάτωμα της κουζίνας. “Είχα αρχίσει να απελπίζομαι, νόμιζα πια ότι δεν είναι να γυρίσεις πίσω...” του είπε με τον ίδιο ένοχο τόνο να πλανιέται στην φωνή της.
“Δεν χρειάζεται να δίνεις εξηγήσεις” της είπε ο Μανώλης Αντωνίου χωρίς ενδοιασμούς. “Φαντάζομαι η γειτονιά σου θα έγινε κοτέτσι από τις διαδόσεις όλους αυτούς τους μήνες· ελπίζω μόνο να σκέφτηκες καλά πριν το αποφασίσεις” συνέχισε στον ίδιο σοβαρό τόνο, προσπαθώντας να την ψυχολογήσει. Είχε την αίσθηση πως ό,τι της έλεγε δεν θα μπορούσε να αλλάξει την απόφασή της· ίσως να ήταν καλύτερα να έφευγε από την Τούζλα μέχρι να ηρεμήσουν λίγο τα πράγματα...
© Copyright 2014 John Greek (johnkg at Writing.Com). All rights reserved.
Writing.Com, its affiliates and syndicates have been granted non-exclusive rights to display this work.
Printed from https://www.writing.com/main/view_item/item_id/2022805-Odyssey-1992-part-3