No ratings.
A blind date ends in an unexpected way........ |
Η φράση “μάτια που δεν βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται” έδειχνε να ‘χει γίνει ευρέως αποδεκτή στον τόπο που μεγάλωσε κι αντρώθηκε για αρκετές δεκαετίες, όμως για κείνον ήταν φανερό πως δεν επρόκειτο ποτέ να γίνει μέρος της πραγματικότητας. Την έβλεπε παντού μπροστά του, έστω κι αν πέρασε χρόνος ολόκληρος από την τελευταία τους συνάντηση, άσχετα αν εκείνη έμοιαζε να ‘χει εξαφανιστεί από το πρόσωπο της γης. Τα πάντα έδειχναν να έχουν χάσει ξαφνικά τη σημασία τους, τίποτα πια στον κόσμο δεν μπορούσε να τον κάνει να χαμογελάσει έστω φευγαλέα, όλα τα συναισθήματά του πνίγονταν στην χωρίς οξυγόνο ομίχλη που άπλωναν πάνω απ’ το κεφάλι του η νικοτίνη και το αλκοόλ... Ένα πρωί ο μεγαλοπρεπής τροχός της αδηφάγας μοίρας πήρε εντολή από ανώτερους παράγοντες να ξεκινήσει πάλι την αργή κυκλική του κίνηση... Τίποτα δεν έδειχνε να είναι διαφορετικό εκείνο το πρωί εκτός από το γεγονός ότι ο ήλιος έλαμπε νωρίς εκείνο το ξημέρωμα στο κέντρο ενός άκρως βροχερού δεκαημέρου, κι ο δρόμος του τον έφερε τυχαία κάτω απ’ την παιδική του γειτονιά. Όταν άκουσε να φωνάζουν τ’ όνομά του στην αρχή δεν έδωσε σημασία, μαθημένος εκείνη την περίοδο στην καθημερινή παράσταση που έδιναν στο εσωτερικό του κουρασμένου και παραιτημένου εγκεφάλου του παραισθήσεις και οράματα. Θυμόταν αόριστα τη γερασμένη γειτόνισσα απλά και μόνο γιατί ο άντρας της είχε πεθάνει πρόσφατα και για ένα διάστημα προτού επέλθει το μοιραίο τους γύρναγε σε χίλια δυο διαφορετικά νοσοκομεία. Του είχε φανεί άνθρωπος καλοκάγαθος, ανέκαθεν τύπος της εκκλησίας, κι αυτό το τελευταίο τον έκανε να είναι προσεκτικός απέναντί της. Δεν είχε ποτέ πρόβλημα με τη θρησκεία, η πίστη του σε κάτι ανώτερο τον βοήθησε πραγματικά να ξεπεράσει αρκετές δύσκολες καταστάσεις όμως η συμπεριφορά των κληρικών, η προκλητική εκδήλωση του πλούτου και ο τρόπος που απαιτούσαν τη συμμετοχή κάθε πιστού σε εράνους ή οτιδήποτε άλλο, άσχετα αν ο χριστιανός είχε τη δυνατότητα ή όχι. Αυτοί βασικά ήταν οι λόγοι που τον είχαν κάνει να απομακρυνθεί από την εκκλησία, κι όταν αντάμωνε παρόμοιους ανθρώπους γινόταν από ψυχρά τυπικός ως, στην καλύτερη περίπτωση, απλά απόμακρος. Τίποτα δεν θα μπορούσε να τον προετοιμάσει για όσα θα ακολουθούσαν. Στην ‒ευτυχώς γι’ αυτόν‒ όχι και τόσο μακρινή διαδρομή ξεδιπλώθηκε ένα εξαντλητικό λογύδριο γύρω απ’ το ζήτημα του γάμου και τη χαρά που ‘διναν τα εγγόνια στους γονείς του ζευγαριού (και γιατί άραγε μόνο σ’ αυτούς κι όχι στους ίδιους τους γονείς του παιδιού; Πάντα αναρωτιόταν γι’ αυτό το κοινωνικό παράδοξο, χωρίς ποτέ να πάρει μιαν απάντηση...), κι όταν κατέβηκε η γριά απ' το αυτοκίνητο ένιωσε σαν να βρέθηκε απ’ τη μια στιγμή στην άλλη στον επίγειο παράδεισο... Η υπόλοιπη μέρα κύλησε χωρίς κανένα άλλο παρατράγουδο, ως τη στιγμή που γύρισε στο σπίτι και έκανε το λάθος ν’ αναφερθεί στο περιστατικό στο μεσημεριανό τραπέζι. Εκείνη τη στιγμή δε δόθηκε άλλη συνέχεια, όμως μετά από λίγες μέρες βρέθηκε μπρος σε εκπλήξεις που ποτέ δεν περίμενε... Εκείνο το μεσημέρι γύρισε στο σπίτι με έναν φριχτό πονοκέφαλο, τόσο βαρύ που νόμιζε πως το κεφάλι του ήταν έτοιμο να εκραγεί σε χίλια δυο κομμάτια. Είχε λίγο χρόνο στη διάθεσή του, οπότε ήταν ευκαιρία να καθαρίσει απ’ τα περιττά το εσωτερικό του αυτοκινήτου μέχρι να φτάσει ο αδερφός του για την αλλαγή. Την ώρα που ξεφόρτωνε την τελευταία αγκαλιά σκουπίδια η γριά φάνηκε από μακριά να οδεύει προς το σπίτι της, και πρόλαβε προτού προφτάσει να χωθεί ξανά στο αυτοκίνητο να τον αρπάξει απ’ το πέτο του ελαφρού πανωφοριού που ‘χε ριγμένο πρόχειρα πάνω απ’ τους ώμους. Είχανε μια κουβέντα με τη μάνα του εκείνο το πρωί στην εκκλησία, εκείνη βέβαια ‒όπως πολλές άλλες άλλωστε‒ δεν έκανε ποτέ τέτοιες δουλειές, μα τύχαινε να γνωρίζει κάποια στην ηλικία του, ανύπαντρη βέβαια, που αν το ήθελε κι αυτός θα μπορούσαν να γνωριστούν, κι αν ταίριαζαν... Ο κόσμος χάθηκε από τα μάτια του ακούγοντας αυτά τα λόγια. Η γριά συνέχιζε τον επιβλητικό μονόλογο ανάμεσα από έναν χείμαρρο απολογίας κι επιθετικότητας, με τόση ενέργεια που απορούσε πώς δεν είχε ακόμα καταρρεύσει. Το μυαλό του έδειχνε να ‘χει σταματήσει, δεν μπορούσε με κανέναν τρόπο να ξεφύγει απ’ τον τοίχο που τον είχε στήσει και πυροβολούσε ασταμάτητα χωρίς κανέναν δισταγμό, λες και αν έλυνε αυτό το πρόβλημα η γριά θα μπορούσε να ανακηρυχτεί επίσημη σωτήρας όλης της ανθρωπότητας... “Λοιπόν; Να δώσω το τηλέφωνό σου, και αν αυτή αποφασίσει να σε πάρει να βρεθείτε;” κατέληξε η προξενήτρα, ενώ αυτός ακόμα αναρωτιόταν πώς στο καλό είχε βρεθεί μπλεγμένος σε κείνο το άσχημο όνειρο. Το “ναι” βγήκε απ’ τα χείλη του σαν ύστατη δίοδος διαφυγής, κι η ανακούφιση που τον κυρίεψε όταν κατάλαβε πως ξαφνικά μπορούσε να αναπνεύσει πάλι ελεύθερα ήταν κάτι παραπάνω από καλοδεχούμενη. Δε βγήκε άλλη λέξη απ’ το στόμα της, μονάχα έβαλε το κεφάλι κάτω και άρχισε με γρήγορο βηματισμό να ροβολάει για το σπίτι της στην άλλη πλευρά του υψώματος, χωρίς να ρίξει πίσω της έστω κι ένα παραπανίσιο βλέμμα. Ανέβηκε στο σπίτι αναστατωμένος και τον αντιμετώπισαν μ’ ένα χαζό χαμόγελο, σαν να μην είχε αλλάξει τίποτα, λες και τα πάντα ήταν φυσιολογικά, κι όλο το περασμένο πρωινό δεν ειπώθηκε έστω και μια κουβέντα που θα μπορούσε ίσως να τον αφορά, ή μια ενέργεια που ν’ απαιτούσε πριν τεθεί σε εφαρμογή τη συγκατάθεσή του. Η μάνα του μια και μοναδική φορά στο χρόνο που πέρασε αποφάσισε να πεταχτεί στην εκκλησία και να φέρει αγιασμό, κι η άλλη επιδέξια της την είχε στημένη ώστε να μπει το μεγάλο κόλπο σε εφαρμογή... Μετά από κάμποσους καφέδες και μερικά κουτάκια μπύρας που άδειαζαν προτού καλά καλά προλάβουν να ανοίξουν άρχισε σταδιακά να βλέπει τα πράγματα πιο ψύχραιμα, ίσως στην πραγματική τους διάσταση. Πιο πολύ πόνταρε στην ανασταλτική επίδραση του γυναικείου εγκεφάλου, που ίσως πιθανότατα να δίσταζε να κάνει το μοιραίο τηλεφώνημα σε έναν άνθρωπο εντελώς άγνωστο και να ζητήσει να βρεθούν, να γνωριστούν λίγο καλύτερα. Εκείνο που δεν είχε συνειδητοποιήσει ήταν πως το μυαλό του λειτουργούσε εντελώς διαφορετικά, σε μια προσπάθεια να επαναφέρει κάποιες νωρίτερες δεκαετίες πίσω στο παρόν... Οι μέρες πέρασαν και έγιναν βδομάδες, και το θέμα φάνηκε να ξεπερνιέται απ’ τα μύρια προβλήματα που έβγαιναν μπροστά του καθημερινά. Η δουλειά είχε στρώσει στα συνηθισμένα αρνητικά της πια πρόσημα, μονάχα κάποιες ιστορίες αγωνίας φαίνονταν να μπορούν να κάνουν το κεφάλι του και το μυαλό να ξεθολώνει. Κείνες τις μέρες δούλευε απόγευμα, κι όταν το κινητό του χτύπησε γύρω στις δώδεκα το μεσημέρι δεν φαντάστηκε πως αφορούσε κάτι άλλο εκτός από ένα μελλοντικό επαγγελματικό ραντεβού. Τα πρώτα δευτερόλεπτα φάνηκαν να τον δικαιώνουν πανηγυρικά. Η φωνή ήταν εντελώς άγνωστη, αν και η ηλικία της γυναίκας στην άλλη άκρη της γραμμής δεν έπρεπε να απέχει πάρα πολύ απ’ τη δική του ηλικία... Όσο και να προσπάθησε ακούγοντάς την δεν μπόρεσε να καταλάβει αν είχαν γνωριστεί ποτέ στο παρελθόν, έστω κι αν έφτανε ως τα αυτιά του περίεργα πολύ οικεία. “Είμαι η γνωστή της κυραΒασιλικής...” την άκουσε να λέει ορμητικά, κι όλα γύρω του έδειξαν να παγώνουν. Το μυαλό του έμοιαζε να ‘χει κολλήσει, και μόνο μετά από αρκετά δευτερόλεπτα μπόρεσε να συνδυάσει όσα άκουγε με την πραγματικότητα... “Τι κάνετε...” είπε εντελώς μηχανικά, χρησιμοποιώντας τον πληθυντικό σε μια προσπάθεια ίσως να καταφέρει να κρατηθεί σε κάποια σεβαστή απόσταση, σαν να της έλεγε μ’ αυτό τον τρόπο πως δεν έπρεπε να προχωρήσει περισσότερο· τα προβλήματα στον επαγγελματικό του χώρο ήταν τόσα πολλά και σοβαρά που δεν μπορούσαν να χωρέσουν έστω και φευγαλέα είδωλα εικόνων της προσωπικής ζωής του, εκείνη όμως δεν έδειχνε να χαμπαριάζει... “...Να χαρείς μόνο, άσε τον πληθυντικό στην άκρη...” την άκουσε απ’ την αντίθετη πλευρά να λέει ωμά και παιχνιδιάρικα, και μονομιάς φάνηκαν να κάμπτονται όλες οι πιθανές του αντιδράσεις... “Η πείνα κάστρα πολεμά και κάστρα παραδίνει...” έλεγαν κάποτε δικαιολογημένα, κι εκείνος δεν θα μπορούσε να αποτελέσει την εξαίρεση. Από τη μια στιγμή στην άλλη είχαν καμφθεί όλες οι αντιστάσεις του, κι ο άντρας που εκείνο το μεσημέρι είχε σταθεί στο κέντρο της κρεβατοκάμαρας μιλώντας στο τηλέφωνο εκτός από την εξωτερική εμφάνιση δεν έμοιαζε σε τίποτα με τον εαυτό του, λες κι έτσι ξαφνικά είχε απελευθερωθεί απ’ τα μάγια που τόσα χρόνια τον κρατούσαν δέσμιο... “Κοίτα να δεις, αυτή τη βδομάδα δουλεύω απόγευμα, τι θα ‘λεγες αν κανονίζαμε κάτι για το επόμενο Σαββατοκύριακο;” ακούστηκε να λέει με φωνή που τράνταξε τα τζάμια ως και της άλλης άκρης του σπιτιού. “Θα περιμένω τηλεφώνημά σου...” απάντησε η άγνωστη γυναίκα στην άλλη άκρη της γραμμής κι έκλεισε το τηλέφωνο χωρίς δεύτερη σκέψη, ενώ εκείνος είχε μείνει κοκαλωμένος μπροστά στην μπαλκονόπορτα, με το βλέμμα του να περιπλανιέται απλανές στον ορίζοντα πάνω απ’ τον αντικρινό στο σπίτι λόφο. “Ποιος ήταν;” ακούστηκε μετά από λίγο από πίσω του η φωνή της μάνας του, που είχε μπει στο σπίτι αθόρυβα όσο εκείνος ονειροπολούσε και τινάχτηκε τρομαγμένος, σαν να τον τσάκωσαν να κάνει κάτι άπρεπο. “Κανείς... Απλά ό,τι ξεκίνησες πριν από τέσσερις βδομάδες άρχισε μόλις τώρα να κυλάει...” της είπε άχρωμα, προσπαθώντας να κρύψει τα όποια συναισθήματα φαίνονταν τόσο απρόσμενα να τον έχουν κατακλύσει. “Τι λες παιδί μου, πας καλά...;” προσπάθησε να απαντήσει η μάνα του, μα η απάντηση ήτανε κιόλας έτοιμη πίσω απ’ τα στεγνά του χείλη. “Ρώτα την κυρά Βάσω, εσύ κι αυτή τα ξέρετε καλύτερα...” είπε ψυχρά κι άρχισε να απομακρύνεται προς την τραπεζαρία, απορροφημένος στις δικές του σκέψεις. Πώς ήταν τ’ όνομά της...; Ποτέ του δεν περίμενε ότι τα πράγματα θα προχωρούσαν τόσο πολύ και τόσο γρήγορα, ποτέ δε φανταζόταν πως η γριά προξενήτρα θα ‘κανε τα λόγια της πράξη τόσο γρήγορα και θα ‘βαζε τους τροχούς της μοίρας σε κίνηση, κι εκείνος δεν έδωσε βάση έστω και σε μια της λέξη... Η βδομάδα πέρασε γρήγορα, πιο γρήγορα κι από τις περασμένες μόλις μέρες και το μυαλό του έδειχνε να ‘χει στερέψει από ιδέες. Τα πάντα, εμπειρίες και πάμπολλα παραστρατήματα απ’ το παρελθόν έδειχναν να ‘χουν εξαφανιστεί ολοκληρωτικά από τις βάσεις μνήμης του εγκεφάλου του, όποτε έπιανε το τηλέφωνο στα χέρια η γλώσσα του νόμιζε ότι είχε παραλύσει, στο τέλος στράφηκε αναγκαστικά στη λύση των γραπτών μηνυμάτων, και μέσα απ’ αυτά ήρθε μετά από λίγο κι η απάντηση στο γόρδιο δεσμό. Αυτό ήταν λοιπόν... Ο κύβος ερρίφθη, το πρώτο ραντεβού κανονίστηκε κι εκείνος ένιωθε σαν να τραβούσε σ’ ένα μέρος άγνωστο κι αχαρτογράφητο, με γόνατα κομμένα απ’ το φόβο και την άγνοια γι’ αυτό που τον περίμενε να αντιμετωπίσει πίσω απ’ την επόμενη στροφή του δρόμου... Απ’ τη στιγμή που πήρε την απόφαση, δεν υπήρχε και κανένας λόγος καθυστέρησης. “Μια ψυχή που ‘ναι να βγει, ας βγει μια ώρα αρχύτερα” σκέφτηκε κι αμέσως άρχισε πάλι να σηκώνει το κεφάλι: στο κάτω κάτω της γραφής δεν είχε και να χάσει απολύτως τίποτα, εκτός μονάχα από λίγες ώρες κάποιου απογεύματος που έτσι κι αλλιώς μπορεί και να χαράμιζε μπροστά στην τηλεόραση ή χαζολογώντας στον υπολογιστή, ας πήγαινε χαμένο κι ένα Σαββατιάτικο απόγευμα, κι ίσως όλα στο τέλος να πήγαιναν καλά... Ακόμα και σε τούτη την περίπτωση αποδείχτηκε άκρως αγχώδης, στήθηκε στην καφετέρια περίπου ένα τέταρτο νωρίτερα... Έκατσε σε ένα απ’ τα τραπέζια στο βάθος του μαγαζιού, σε μια γωνιά απέναντι απ’ τη μπάρα απ’ όπου μπορούσε να εποπτεύει όλο το χώρο απ’ την καλύτερη δυνατή γωνία, και με το πρώτο φλιτζάνι καφέ που έφτασε σχεδόν αμέσως ‒τι στο καλό, χρόνια ολόκληρα πελάτης του συγκεκριμένου μαγαζιού ήξεραν ακόμα και την ώρα που άλλαζε πουκάμισο‒ άρχισε να καπνίζει αρειμανίως, χωμένος πίσω από μια εφημερίδα. Το ραντεβού ήταν κανονισμένο για τις επτά το απόγευμα. Όταν πέρασαν τα πρώτα ένα δυο λεπτά κι εκείνη ακόμα δεν είχε κάνει την εμφάνιση της αντί να ανακουφιστεί και να χαλαρώσει επιτέλους λίγο, όπως περίμενε κι ο ίδιος ότι θα συνέβαινε, εκείνος άρχισε ν’ αγχώνεται υπέρμετρα. “Δεν είμαστε καλά...” μουρμούρισε κι ακούμπησε την πλάτη του στη ράχη του ξύλινου καθίσματος, με ένα αχνό χαμόγελο να αρχίζει να σχηματίζεται στα μισόστεγνα κιόλας απ’ την αγωνία και τα αμέτρητα τσιγάρα στόμα του. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα ακούμπησε την εφημερίδα στο πλαϊνό κάθισμα κι έγειρε προς το τραπέζι για ν’ αδράξει καπνό και τσιγαρόχαρτα όταν ένα απρόσμενο ρίγος διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά του, κι ένιωσε σύγκορμος να ανατριχιάζει. Τα πάντα μέσα στο μυαλό του φάνηκαν να αλλάζουν μέσα σ’ ελάχιστες μόλις στιγμές. Με δυσκολία έστρεψε τη ματιά του προς την πόρτα του μαγαζιού, κι ό,τι αντίκρισε τον έκανε να κοκαλώσει. Ήταν εκείνη, μπορούσε να την αναγνωρίσει οποιαδήποτε στιγμή της μέρας ή της νύχτας την αντάμωνε στο διάβα του. Στο πρόσωπό της ήταν συγκεντρωμένα τα χαρακτηριστικά όλων των γυναικών εκείνων που ένιωσε να ταυτίζονται μαζί του σ’ όλα τα χρόνια που πέρασαν πια στο παρελθόν και χάθηκαν, αλλά με μια φρεσκάδα που πρόλαβε κιόλας να δημιουργήσει ένα ολότελα καινούριο πρόσωπο, κι αμέσως ένιωσε όλους τους ενδοιασμούς που τον τραβούσαν τόσες μέρες προς τα πίσω να συνθλίβονται με πάταγο στα βάθη της ψυχής του. Πραγματικά μ’ αυτή την ιστορία θα κατάφερνε ίσως να βρει ένα ευτυχισμένο τέλος... Το απόγευμα πέρασε αφάνταστα γρήγορα· ώσπου να το καταλάβει είχε κιόλας βραδιάσει για τα καλά, κι εκείνος ένιωθε σαν να μην πέρασαν παρά ελάχιστα λεπτά της ώρας. Είχε μαγνητιστεί ολοκληρωτικά από την παρουσία τούτης της γυναίκας, ένιωθε ότι επιτέλους είχε ανακαλύψει τον άνθρωπο που θα μοιράζονταν μία ολόκληρη ζωή. Αν εξαιρέσουμε τα πρώτα στάδια των φοιτητικών του χρόνων ‒εποχή που άλλωστε του άφησε και τις πιο πολλές πληγές‒ ποτέ δεν ήταν άνθρωπος των δραστικών προτάσεων και μέτρων, ποτέ στα τελευταία είκοσι χρόνια δεν έπαιρνε πρωτοβουλίες τουλάχιστον απέναντι σε ανθρώπους που μόλις είχε γνωρίσει, γι’ αυτό και αμέτρητες φορές έμεινε στάσιμος κι αργότερα μετάνιωσε πικρά γι’ αυτή του την επιλογή. Ωστόσο η γυναίκα που εκείνη τη βραδιά βρισκόταν καθισμένη στη διπλανή του πολυθρόνα απέπνεε μιαν αύρα που δεν είχε ξανασυναντήσει στη ζωή του, του είχε εμφυσήσει μία αίσθηση ότι η γνωριμία τους κρατούσε χρόνια ολόκληρα, και όταν πια η υγρασία άρχισε να νοτίζει πεντακάθαρα τα αντικρινά παρτέρια του άλσους οι λέξεις φάνηκαν να βγαίνουν απ’ το στόμα του με αφάνταστη ευκολία. “Τι θα ‘λεγες αν συνεχίζαμε για σινεμά, κι ίσως για φαγητό αργότερα...;” έκανε την ερώτηση φαινομενικά κεφάτα, την ίδια ώρα που η καρδιά του σπαρταρούσε σαν το ψάρι, γνωρίζοντας κιόλας την απάντηση. “Γιατί όχι...” ακούστηκε η φωνή της συνοδού του ανάμεσα από τις ομιλίες στα γειτονικά τραπέζια, που στα αυτιά του πλέον ακούγονταν όπως ο παφλασμός των κυμάτων σε μια βραχώδη ακρογιαλιά κατακαλόκαιρο, και φανερά πια θα μπορούσε κιόλας να πετάξει στον ανέφελο ανοιξιάτικο αέρα. Σηκώθηκαν απ’ το τραπέζι και μουδιασμένα έκανε να περάσει το χέρι του γύρω απ’ τη μέση της κι εκείνη τον κοίταξε για μια στιγμή κατάματα χαμογελώντας, κλειδώνοντας συνάμα το δικό της σε μια αντίστοιχη κίνηση. “Να σου πω κάτι που θα σε παραξενέψει;” είπε μετά από λίγη ώρα περισυλλογής, προσπαθώντας να βρει τις κατάλληλες λέξεις για να εκφράσει την ερώτηση. “Μη μου στραβώσεις, απλά ακόμα δεν κατάφερα να θυμηθώ το όνομά σου...” της είπε μ’ ένα χαμόγελο αμηχανίας να ζωγραφίζεται σ’ όλο το πρόσωπό του. “Εύα Χρυσοβαλάντη Γιάννη μου... Μα τόσο βαρετή σου ήμουν πια ολόκληρο το απόγευμα...; Τόσον καιρό στο μαγαζί με τα ετοιματζίδικα με έκοβες απ’ την κορφή ως τα νύχια, νόμιζα πως είχες αποστηθίσει τη μορφή μου από κάθε πιθανή γωνία...” έκανε εκείνη μια στιγμή πως μουτρώνει, μα βλέποντας το πρόσωπό του να έχει χαμηλώσει προς τα κάτω κοκκινίζοντας από ντροπή τον άρπαξε και του ‘σκασε στα πεταχτά ένα φιλί στο μάγουλο. “Έλα, πλάκα σου κάνω, ξέρω ότι θαμπώθηκες από τα κάλλη μου...” του είπε, γελώντας τόσο δυνατά που γύρισαν και τους κοίταξαν με μισό μάτι ακόμα και οι συντροφιές των λαθρομεταναστών που ήταν μαζεμένοι προς άγρα πραγμάτων που δε θα μάθαινε ποτέ κανείς, κι αμέσως τάχυναν το βήμα τους για να απομακρυνθούν απ’ την πλατεία όσο γινόταν γρηγορότερα. Όσο κυλούσε η ώρα άρχισε να νιώθει όλο και πιο άβολα· υπήρχε κάτι που δεν κόλλαγε σωστά σ’ όλη αυτή την ιστορία, όσο κι αν οι αισθήσεις του διαβεβαίωναν για το αντίθετο ένιωθε κάτι απροσδιόριστο να έχει αγκιστρωθεί στο κέντρο του υποσυνείδητού του και να χτυπάει μανιασμένο το καμπανάκι του συναγερμού. “Τι θα ‘λεγες αν σταματούσαμε στο σπίτι μου για φαγητό;” είπε ψιθυριστά χαμογελώντας, την ώρα που έβγαιναν από τον κινηματογράφο. “Η θέα απ’ το μπαλκόνι μου είναι φανταστική, κι ο φίλος σου στο κουτουκάκι μπορεί να κάνει υπομονή ως την επόμενη φορά...” κι αμέσως ένιωσε κάτι σαν ηλεκτρικό ρεύμα να τον διαπερνά, σαν μια προειδοποίηση του πιθανού κινδύνου... “Δεν ξέρω... Φοβάμαι μη με περάσεις για εύκολο...” απάντησε αυτός αμέσως χωρίς να διστάσει, κι η Εύα άρχισε να γελά τόσο πολύ ώστε στο τέλος έπιασε το στομάχι της απ’ τα γέλια. “Μ’ αρέσει που στην αρχή σε κατέταξα στους ντροπαλούς...” του είπε βγαίνοντας απ’ το ταξί στην οριογραμμή που χώριζε την Ηλιούπολη απ’ τη δασική ζώνη του Υμηττού. “Είχα κι εγώ τις περιπέτειές μου...” μουρμούρισε αυτός κλείνοντας απαλά την πόρτα του αυτοκινήτου, διαλέγοντας να μη συνεχίσει να λαδώνει τη φωτιά· η βραδιά μέχρι στιγμής κυλούσε υπέροχα, κι αν έκρινε απ’ τα σημάδια η ολοκλήρωσή της θα ήταν σίγουρη επιτυχία... Το μπαλκόνι στα αστυνομικά της Ηλιούπολης είχε πραγματικά απεριόριστη θέα. Όλος ο Σαρωνικός βρισκόταν απλωμένος μπροστά στα ελαφρώς γερμένα πόδια τους, στο βάθος η φωταγωγημένη Αίγινα σημάδευε την άκρη του ορίζοντα, ενώ σκόρπια σε μια πλευρά τα αραγμένα πλοία που περίμεναν να ξεφορτώσουν στο Ικόνιο έμοιαζαν με περίεργα είδη μεταναστευτικών πουλιών. Τα μπουκάλια κόκκινου κρασιού που ανοίχτηκαν στη διάρκεια του δείπνου ήταν τόσο γλυκόπιοτα που μοιάζαν να ‘χουν βγει καρφί από την κόλαση, και μπόρεσαν στο τέλος να κάμψουν οριστικά τις όποιες αντιστάσεις του είχαν απομείνει, τα καμπανάκια του κινδύνου που χτυπούσαν όλο το περασμένο απόγευμα είχαν κομματιαστεί από το βάρος του οινοπνεύματος και της πολύχρονης αναμονής, όμως απ’ ότι έδειχναν τα πράγματα πρέπει να άξιζε κάθε λεπτό... Χωρίς να το καταλάβουν βρέθηκαν μπλεγμένοι στο διπλό κρεββάτι, εκείνος ελαφρά μεθυσμένος και εκστατικός να μετράει με τα χέρια και τα χείλη κάθε κρυφό και φανερό κομμάτι του γυμνού κορμιού της, αφήνοντας πνιγμένους αναστεναγμούς απόλαυσης κάθε στιγμή που εκείνη μάλαζε τον ανδρισμό του, φέρνοντάς τον όλο και πιο κοντά στον οργασμό. Ήταν κι οι δυο πνιγμένοι στον ιδρώτα και την υπερένταση· όταν εκείνη φάνηκε να αρχίζει να λάμπει είπε πως ήταν ένα ακόμα αποκύημα της οργιάζουσας φαντασίας του, όμως μόλις μετά από κάμποση ώρα τον ξάπλωσε ξεδιάντροπα ανάσκελα και τον πήρε μέσα της ολόκληρο, με ένα βογγητό απόλαυσης που νόμιζε πως θα ‘κανε όλα τα τζάμια του σπιτιού να σπάσουν· τότε κάτι τον έκανε να καταλάβει ότι δεν ήταν άδικες όλες οι προειδοποιήσεις... Ο οργασμός κατέλαβε το σώμα του σαν το τσουνάμι που με την πρώτη κιόλας κίνηση πνίγει ολάκερες ακτογραμμές, όμως εκείνη δεν φάνηκε να το καταλαβαίνει, μόνο συνέχισε απτόητη να αφήνει το σκληρό σαν πέτρα ακόμα μόριό του να μπαινοβγαίνει μέσα της σαν καλολαδωμένο πιστόνι ατμομηχανής. Δεν άργησε πολύ η ηδονή να αντικατασταθεί από υπέρμετρο πόνο· ήταν φυσιολογικό η στύση να διατηρείται τόσο πολύ μετά τον οργασμό; Δοκίμασε να ανασηκωθεί και να ελευθερώσει το κορμί του, να βολευτεί κάπως καλύτερα, μα όπως ανακάλυψε ήταν αδύνατον· ένα της σπρώξιμο ήταν αρκετό να τον καρφώσει πάλι στο κρεββάτι, λες και με μια της κίνηση είχε καταφέρει να απομυζήσει όλη του τη δύναμη. Δοκίμασε να της μιλήσει· αδύνατον, μέχρι κι οι μύες της γλώσσας του έμοιαζαν να ‘χουν παγώσει. Ο πόνος γινόταν όλο και πιο οδυνηρός, όλο και πιο αφόρητος, όταν πια έφτασε στα όριά του σήκωσε το κεφάλι για να την αντικρύσει καταπρόσωπο, και τότε ένιωσε να παγώνει ολοκληρωτικά απ’ τον τρόμο. Το δέρμα της είχε εξαφανιστεί, το ανθρώπινο πρόσωπο είχε αντικατασταθεί από ένα φριχτό μίασμα που έφερνε στο μυαλό κεφάλι εξωγήινου εντόμου που φέγγιζε απόκοσμα στο φως του φεγγαριού με μία ασημένια λάμψη, ενώ το τριχωτό της κεφαλής από χιλιάδες μικροσκοπικά μα δηλητηριώδη φίδια που κουλουριάζονταν και απελευθερώνονταν ταυτόχρονα χιμώντας προς το πρόσωπό του, με τους αδένες του δηλητηρίου έτοιμους να χαρίσουν θάνατο στο κάθε τους φιλί... Το ουρλιαχτό ανέβηκε στα χείλη του το ίδιο φυσικά κι ανώδυνα με κάθε κραυγή πόνου ή αγωνίας, όμως το μόνο που κατάφερε να βγει απ’ το στόμα του ήταν ένα σιγανό μουρμουρητό. Το σφίξιμο απ’ τους μηρούς που έμοιαζαν ακόμα από μακριά ανθρώπινοι αλλά δεν ήξερε τι θα ‘βλεπε ‒αν θα ‘θελε να δει πραγματικά‒ αν άφηνε το βλέμμα του να χαμηλώσει περισσότερο δεν χαλάρωνε έστω και για μια στιγμή, παρέλυαν σταδιακά όλο το σώμα του, και ο πριαπισμός έκανε την κατάσταση ακόμα πιο αφόρητη. Το πλάσμα εξακολουθούσε να καβαλάει τον ανδρισμό του σαν οδηγός αγωνιστικής μοτοσυκλέτας λίγο πριν τον τερματισμό, απομυζώντας τον από την κάθε είδους ζωτική ενέργεια που μπορεί να του ‘χε ακόμα απομείνει, κι όταν μετά από ένα χρονικό διάστημα που φάνηκε ολόκληρος αιώνας φάνηκε να χαλαρώνει τα δεσμά του, νόμισε ότι επιτέλους το μαρτύριό του είχε πάρει ένα τέλος. Την ώρα που φάνηκε ο ανδρισμός του να ελευθερώνεται κι ανάσανε με ανακούφιση καθώς το αίμα άρχισε και πάλι να κυκλοφορεί ελεύθερα στο επίμαχο σημείο, για μια στιγμή πίστεψε ότι όλα είχαν τελειώσει, απλά κοιμήθηκε κι ο εφιάλτης που ‘ταν ξεδιπλωμένος στον εγκεφαλικό φλοιό του, αν και αφάνταστα σκληρός, άρχιζε επιτέλους να ξεθυμαίνει και να εξαχνώνεται εκείνη η φριχτή πραγματικότητα, όμως απ’ τη στιγμή που ακούστηκε ένα ανεπαίσθητο θρόισμα πάνω από το σώμα του κατάλαβε πως είχε κάνει πάλι λάθος. Εκείνο που αντίκρισε σηκώνοντας το βλέμμα έκανε τα μάτια του να γουρλώσουν, απ’ έναν τρόμο που σίγουρα δεν είχε δημιουργηθεί από τα πλάσματα αυτού του κόσμου. Το πρόσωπο της “Εύας” χαμήλωνε όλο και περισσότερο προς το δικό του, η φριχτή προβοσκίδα είχε φτάσει τόσο κοντά πια στα μάτια του που έβλεπε ολοκάθαρα μύες και νευρώνες να συσπώνται και να τανύζονται με όλο και μεγαλύτερη ένταση ελευθερώνοντας τοξίνες με προφανή στόχο την αδρανοποίηση του νευρικού του συστήματος, κι ένας ψίθυρος σαν θρόισμα να σπάει τα μελίγγια του (ΣΤΑΜΑΤΑΝΑΔΙΑΜΑΡΤΥΡΕΣΑΙΣΤΟΚΑΤΩΚΑΤΩΤΗΣΓΡΑΦΗΣΗΤΑΝΔΙΚΗΣΟΥΕΠΙΛΟΓΗΣΤΑΜΑΤΑΝΑΝΤΙΣΤΕΚΕΣΑΙΧΑΛΑΡΩΣΕΚΙΑΠΟΛΑΥΣΕΤΟΣΤΑΜΑΤΑΝΑΔΙΑΜΑΡΤΥΡΕΣΑΙ...) ως τη στιγμή που όλες οι αισθήσεις του μετάλλαξαν σε μια εκκωφαντική λάμψη, την ίδια κιόλας ώρα που ένα απ’ τα τέσσερα γαμψά κυνόδοντα της προβοσκίδας ξέσκιζε το πρώτο κομμάτι του κάτω του χείλους... ‒ |