\"Writing.Com
*Magnify*
SPONSORED LINKS
Printed from https://www.writing.com/main/view_item/item_id/2022231-Vertigo-vol-1
Item Icon
\"Reading Printer Friendly Page Tell A Friend
No ratings.
Rated: 18+ · Short Story · Drama · #2022231
A blind date ends in an unexpected way.......
Το μόνο πράγμα στο οποίο είχε καταφέρει να κατασταλάξει για τον εαυτό του ήταν πως δεν υπήρχε καμιά περίπτωση ποτέ να ξεχωρίσει απ’ το πλήθος. Ήταν απλά ένας απ’ τους αμέτρητους εγκλωβισμένους μέσα σ’ ένα εξοντωτικό εργασιακό δωδεκάωρο· οι φίλοι του ήταν πραγματικά ελάχιστοι, κι η φύση της δουλειάς του τέτοια που τον ανάγκαζε αναπόφευκτα να αποκοπεί απ’ όλον εκείνον τον συρφετό των αλκοολικών απ’ τις παλιές ρέμπελες μέρες. Τα πάντα στη ζωή του κατέληξαν κάποια στιγμή να ‘ναι πανομοιότυπα: οι ίδιες πάντοτε κινήσεις συνόδευαν το πρωινό του ξύπνημα, η ίδια απαράλλαχτη ρουτίνα στη δουλειά και στην επιστροφή στο σπίτι προδιέγραφαν ένα απολύτως προβλέψιμο μέλλον και έκανε από νωρίς χωρίς κανένα απολύτως ίχνος ενοχής κομμάτια την ψυχή του, που άρχιζε πια να ρετάρει επικίνδυνα προς την παράνοια. Μόλις, κάποια στιγμή, έφτασε να είναι σίγουρος πως σύντομα θα τρελαινόταν ήρθε το τέλος κείνου του καλοκαιριού να αποκαλύψει κάποιο ισχνό ψήγμα ελπίδας...
Δεν υπήρχε τίποτα συνταρακτικά διαφορετικό ανάμεσα στο δικό του παρελθόν και σε αυτά αμέτρητων εφήβων που μόλις τέλειωναν το λύκειο. Η ιστορία άρχισε να μπερδεύεται όταν πια πέρασε με επιτυχία τις εισαγωγικές στην ιατρική σχολή κάποιου βοσνιακού πανεπιστημίου (τότε ακόμα βέβαια η Βοσνία αποτελούσε ακόμα τμήμα της γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας). Οι υποχρεώσεις στη σχολή έφταναν την ψυχή και το κορμί στα όριά τους, και το μυαλό του δεν έβρισκε κάποια πιθανή έξοδο διαφυγής εκτός απ’ το ποτό, τάση που όμως τελικά κατάφερε να υπερνικήσει...
Το πρώτο άσχημο σημάδι φάνηκε στην περιοχή λίγο μετά τις γιορτές των Χριστουγέννων... Μόλις επέστρεψαν απ’ την Αθήνα κι έβαλαν το ποδάρι τους στους χώρους της σχολής ένας διάχυτος ηλεκτρισμός τους έκανε να καταλάβουν πως κάτι πολύ άσχημο έφτανε κιόλας πάνω από τα κορμιά τους, άρχιζε κιόλας να ξεβράζεται πάνω απ’ τα κεφάλια των ανθρώπων στα βορειοδυτικά Βαλκάνια. Εων σε εργαστήρια και αμφιθέατρα, κι η μικρότερη ίσως ένδειξη που θα χτυπούσε το καμπανάκι του κινδύνου στο εσωτερικό του κεφαλιού τους ήταν πως όλοι είχαν εγκαταλείψει την επίσημη διάλεκτο της περιοχής, διαλέγοντας ψυχρά και απροκάλυπτα εκείνη της καταγωγής των... Ο φόβος για το μέλλον που δεν μπορούσε πλέον να προσδιοριστεί με απόλυτη καθαρότητα τους έκανε να δουν όσα συνέβαιναν με άλλο μάτι· όσα κατάφεραν να χτίσουν μέχρι εκείνη τη στιγμή φαίνονταν να κρέμονται από μια κλωστή.
Τη μέρα που ‘ταν προγραμματισμένη η μεγάλη αντιπολεμική διαδήλωση κατά της απόσχισης και του διαφαινόμενου πολέμου στη Βοσνία η ελληνική παροικία των φοιτητών συγκεντρώθηκε στο σαλόνι του μεγαλύτερου ξενοδοχείου της πόλης, σε μια προσπάθεια ν’ ανακαλύψουν μια κάποια δίοδο διαφυγής· εκείνες τις στιγμές κατάλαβε πως τ’ όνειρό του άρχιζε να καταρρέει, όμως ακόμα υπήρχαν αρκετά που θα μπορούσαν να τον κρατήσουν δέσμιο σε κείνη την περιοχή· μέσα στους λίγους μόνο μήνες που κράτησε η φοίτησή του στην ιατρική σχολή είχε ανακαλύψει τον άνθρωπο της ζωής του, μια Σέρβα φοιτήτρια της ιατρικής που είχε κοινό μ’ αυτόν το τμήμα της ανατομίας. Έκανε τα πάντα για να καταφέρει να την πείσει να τον ακολουθήσει στην Αθήνα, μα στάθηκε αδύνατον (αλήθεια, εκείνος τι θα έκανε σε μια παρόμοια κατάσταση;). Λίγο πριν το Πάσχα βρήκαν έναν οδηγό αρκετά θαρραλέο, που με το κατάλληλο αντίτιμο δέχτηκε να τους μεταφέρει μέχρι την ελληνική πρεσβεία στο Βελιγράδι. Τα αμέτρητα οδοφράγματα στις εμπόλεμες περιοχές έκαναν την απόσταση των κάπου πεντακοσίων χιλιομέτρων να διανυθεί σε κάτι λιγότερο από δέκα ώρες, κι ώσπου να φτάσει η στιγμή να πατήσουν ελληνικό χώμα είχε ξημερώσει πια για τα καλά κι η άλλη μέρα...
Οι μέρες στην Αθήνα κυλούσαν αβασάνιστα, μα το μυαλό του ήταν πάντα κολλημένο πίσω στη Βοσνία· όταν πια έφτασε στα όρια της αντοχής του και σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου, αδημονώντας ν’ ακούσει έστω και για λίγο τη φωνή της, από την άλλη άκρη της γραμμής ήρθε η κατραπακιά που έκανε την υπόλοιπη ζωή του κόλαση: η αγάπη της ζωής του ήταν μία ακόμα παράπλευρη απώλεια ενός πολέμου που δεν θέλησε πραγματικά κανείς... Τα πάντα είχαν πλέον καταρρεύσει, δεν υπήρχε πια έστω και κάτι που να τον κρατήσει στη ζωή, το μόνο που του απέμενε ήταν η άνευ όρων παράδοση των όπλων...
Μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα τα πάντα στη ζωή του είχαν αλλάξει: έβγαλε μια παραϊατρική σχολή της πλάκας, το αντικείμενό της δεν το εξάσκησε ποτέ, πήγε φαντάρος κι έτυχε της απλόχερης φιλοξενίας των ξενοδοχειακών υποδομών του ελληνικού στρατού για δεκαπέντε μήνες στη Λήμνο, και όταν τελείωσε απορροφήθηκε σε μια δουλειά που περισσότερο υποβίβαζε την προσωπικότητά του παρά εξύψωνε τη σημασία της εργασίας και του κάματου, έχοντας πάντα στο μυαλό του εκείνη. Όταν απηύδησε είχαν περάσει σχεδόν δώδεκα χρόνια από εκείνη την αποφράδα μέρα της επιστροφής του απ’ τη Βοσνία και ανακάλυψε με έκπληξη ότι τα χρόνια είχαν πια περάσει, και πως βρισκόταν ουσιαστικά ακόμα στο μηδέν. Μετά από αμέτρητες προσπάθειες κατάφερε ν’ απολυθεί απ’ την πρωινή δουλειά, που στο μυαλό θύμιζε πιο πολύ θητεία σε καταναγκαστικά έργα ‒και ας μην ήταν έτσι· είναι πραγματικά σκλαβιά να εργάζεσαι πάνω σε κάτι που δεν σε εκφράζει‒ κι άρχισε να δουλεύει σε ταξί, προσπαθώντας να επεκτείνει τους ορίζοντές του. Δεν είχε φόβο να μην καταστρέψει την προσωπική ζωή του, μετά το θάνατό της στη Βοσνία δεν είχε πια προσωπική ζωή...
Απ’ την τελευταία δραματική αλλαγή στη ζωή του είχαν περάσει πια πάνω από πέντε χρόνια· η δουλειά του ταξιτζή του αποκάλυπτε συνεχώς και από ένα νέο πρόσωπο της πόλης όπου διάλεξε να ζήσει, με τα περισσότερα από αυτά να είναι εξίσου άσχημα με τα προηγούμενα...
Ο κόσμος φαινόταν ακόμα μια φορά να τον έχει απορρίψει, χωρίς να μπορεί να καταλάβει το γιατί: γινόταν να κατέληξε να γίνει απλά ένας ακόμα αλήτης;
Μοναδική του άμυνα για άλλη μια φορά το κλείσιμο στον εαυτό του, όμως δεν ήξερε πόσο ακόμα θα κατάφερνε να αντέξει. Άλλωστε πόσα βιβλία μπορεί ν’ ανοίξει ένας άνθρωπος, πόσες φορές θα τόλμαγε να στήσει το κορμί του μπροστά στο αποβλακωμένο χαζοκούτι ώσπου να φτάσει μια στιγμή να νιώσει πως άγγιξε τα όριά του;
Πόση αλήθεια μοναξιά μπορούσε να αντέξει ένας άνθρωπος;
Ίσως το μόνο που του έμενε πραγματικά να ήταν η αυτοκτονία...
Σύχναζε στο συγκεκριμένο μαγαζί αρκετά χρόνια, όταν μήνες αργότερα το ‘φερνε στο μυαλό του ξαφνιάζονταν γι’ αυτό, κι όμως τα βλέμματά τους δεν συναντήθηκαν ποτέ, έστω και για μια στιγμή, ίσως και από κάποιο παράξενο και επιπόλαιο παιχνίδισμα της μοίρας. Δεν ήταν πολλές μέρες που είχε γυρίσει από τις πρώτες του διακοπές εδώ και πολλά χρόνια. Η επίσκεψη στο χωριό που είχε κλέψει αρκετά από τα παιδικά του καλοκαίρια τον έκανε να καταλάβει ότι υπήρχε κάποιο ποσοστό απ’ την παλιά μαγεία που είχε μείνει αναλλοίωτο στο πέρασμα του χρόνου. Αυτές οι δέκα μέρες ήταν κάτι πολύ ανώτερο από μια συνεδρία ψυχανάλυσης: το κεφάλι του άδειασε εντελώς από περιττές σκέψεις, το μυαλό έπαιρνε κανονικές στροφές, έβλεπε πια πεντακάθαρα ακόμα και την πίσω όψη των πραγμάτων, ακόμα κι όσα κρύβονταν πίσω απ’ τα φανταχτερά φτιασίδια που τόσο επιτηδευμένα είχαν τοποθετηθεί για να καλύψουν τη σκληρή πραγματικότητα... Τα πόδια του είχαν να μπουν στο μαγαζί για πάνω από δυο βδομάδες, κι ήταν αυτό το πρώτο βράδυ του φθινόπωρου που οι ματιές τους συναντήθηκαν πραγματικά πρώτη φορά, και νόμισε πως είδε πίσω απ’ εκείνο το κουρασμένο βλέμμα μία καλά κρυμμένη λάμψη. Δεν έκανε καμιά παραπανίσια κίνηση, μονάχα πήρε ό,τι είχε παραγγείλει κι έφυγε απ’ το μαγαζί με το κεφάλι σκυμμένο, ζαλισμένος ακόμα απ’ τη μεγάλη έκρηξη, ήξερε όμως πάρα πολύ καλά πως από κείνη τη στιγμή θα άλλαζαν τα πάντα στη ζωή του...
Τις επόμενες μέρες έμοιαζε να έχει μαγνητιστεί από ένα παράξενα σπάνιο συναίσθημα: ένιωθε το μυαλό του να τραβιέται μόνο του σε άλλους κόσμους, ανώτερους ίσως απ’ αυτόν που ‘χε φυλακισμένη τόσα χρόνια τη ζωή του. Ακόμα κι η δουλειά του, η κάποτε εφιαλτική ρουτίνα της οδήγησης στους δρόμους της Αθήνας γινόταν εντελώς μηχανικά και πάμπολλες φορές αυτή του η συνήθεια μπορούσε να αποδειχτεί επικίνδυνη, μα δεν υπήρχε δυνατότητα να κάνει κάτι παραπάνω. Οδηγούσε δώδεκα ώρες κάθε μέρα με το μυαλό του να βρίσκεται σε ένα εντελώς διαφορετικό σημείο, χωρίς κανένα απολύτως ίχνος από την προσήλωση που απαιτείται γι’ αυτό το είδος της δουλειάς, προσμένοντας απλά και μόνο τις λιγοστές στιγμές που θα την έβλεπε μπροστά του στο ταμείο ή κάπου πίσω απ’ τους πάγκους, παλεύοντας να βρει το κουράγιο να της πει δυο λόγια που θα ξεκινούσαν τη μοιραία αλυσιδωτή αντίδραση.
Δεν είχε καταλάβει απ’ την αρχή τι ήταν αυτό που τον τραβούσε· μόλις τα μάτια της κεντράρισαν στο βάθος του εγκεφάλου του ένιωσε πάλι αρκετά περίεργα, σαν ν’ άρχισε ένα απ’ τα γλυκύτερα μεθύσια της ζωής του και συνειδητοποίησε πως έπρεπε να μιλήσει, να πει κάτι, αλλιώς τα πάντα θα χάνονταν, οριστικά και αμετάκλητα. Ήταν ξανά ερωτευμένος, αλλά η σκέψη και η γλώσσα του έμοιαζαν στομωμένες απ’ τη στιγμή που οι ματιές τους συναντήθηκαν πρώτη φορά.
Μόλις κατάλαβε πως δεν μπορούσε να μιλήσει, τρόμος κατέλαβε όλο το είναι του. Πώς θα μπορούσε να αποκλείσει κάποιου είδους παθογένεια; Ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα ομιλητικός, αλλά μέσα στο χρόνο είχε κι αυτός τα λίγα δευτερόλεπτα αναλαμπής του μέσου ανθρώπου πίσω απ’ τις καλά κρυμμένες πόρτες που άνοιγαν μόνο στις ιδιοφυΐες και στους ετοιμόλογους, αλλά δεν είχε αισθανθεί άλλη φορά τόσο ανήμπορος, τόσο ανίκανος να αρθρώσει έστω και μια λέξη, κι εκείνο που τελικά βγήκε από το στόμα του θύμιζε περισσότερο κραυγή απελπισίας.
Σαν βρίσκονταν ανάμεσα σε φίλους κι οικογένεια δεν είχε ποτέ πρόβλημα να αραδιάσει λογιών λογιών ανοησίες, μα τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή έδειχνε να χρειάζεται αμέσως κάποιο ευφυολόγημα και οι φωνητικές χορδές του έδειχναν να ‘χουν παραλύσει, όπως συνέβαινε σ’ όλες τις καταστάσεις που ‘χε συναντήσει στη ζωή του. Όπως είχαν εξελιχτεί τα πράγματα δεν έμενε άλλη επιλογή: αν δεν την έβλεπε έστω και κάποιο βράδυ ένιωθε κάτι να αποσπάται απ’ το κέντρο της ψυχής του, να μετατρέπεται αργά μα σταθερά σε κλασσικό μοντέλο μανιοκαταθλιπτικού, άρχισε λοιπόν να συχνάζει καθημερινά σχεδόν σε κείνο το σημείο, προσπαθώντας να είναι όσο πιο διακριτικός μπορούσε για να μη δώσει δικαιώματα στις κακές γλώσσες.
Όσο κυλούσαν οι μέρες η ανάγκη να μιλήσει, να πει κάτι ας ήταν και ανούσιο, για ν’ αρχίσει μαζί της έστω και μια στερεότυπη κουβέντα γινόταν όλο και μεγαλύτερη. Ο ήχος της φωνής της είχε μετατραπεί σε μια μορφή οξυγόνου για το σώμα του, αν δεν την άκουγε νόμιζε θα κατέρρεε απ’ τη μια στιγμή στην άλλη. Την κοίταζε στα μάτια συνεχώς, άσχετα απ’ το σημείο που βρισκόταν, κι όταν πια ο Σεπτέμβρης είχε περάσει τα μισά η ανάγκη του είχε γίνει τόσο επιτακτική που δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά...
Κείνο το βράδυ την είδε να στέκεται μπροστά στην ταμειακή, και συνειδητοποίησε πως έπρεπε επιτέλους να αδράξει την ευκαιρία που του δόθηκε απ’ τη Μοίρα. Πλησίασε προς το μέρος της με πόδια που θαρρούσε πως έτρεμαν απ’ την αμηχανία· δεν φαινόταν να έχει καταλάβει τίποτα απ’ τις τόσες βδομάδες παρατήρησης, η προσοχή της ήταν όλη στραμμένη στα λεφούσια των αδημονούντων για το βραδινό συσσίτιο που θα έφτανε ως τα στομάχια τους κι ίσως να έστελνε κάποιους από αυτούς στα επείγοντα ενός εφημερεύοντος νοσοκομείου. Στάθηκε στην ουρά απλά προσμένοντας αυτό το κάτι που θα άλλαζε το μέλλον του, με το μυαλό χαμένο ανάμεσα σε όνειρα και προσδοκίες, κι όταν έφτασε η σειρά του τρόμαξε ακούγοντας τον απρόσμενο ήχο.
“Εσείς;” ακούστηκε ξαφνικά η φωνή της, κουρασμένη και βαριεστημένη μέσα στην αναμπουμπούλα που βασίλευε στον συνωστισμένο χώρο. Έκπληκτος διαπίστωσε ότι ο λάρυγγάς του είχε φράξει, δεν μπορούσε με κανέναν τρόπο να πει δυο λόγια που να ‘βγαζαν έστω και κάποιο ανούσιο νόημα. Παράγγειλε με το βλέμμα του χαμηλωμένο, σαν να ντρεπόταν για την αναδυόμενη αμηχανία του, κι όταν της έδωσε το χαρτονόμισμα κατάλαβε ότι δεν έπρεπε ν’ αφήσει και τούτη την ευκαιρία να πάει χαμένη. Έπρεπε κάτι να της πει, κάτι που θα την έκανε να τον εντυπώσει στο μυαλό της.
“Θα μου κάνεις μια χάρη;” μίλησε κάπως πιο δυνατά, κι εκείνη κάρφωσε το βλέμμα της πάνω του, εμφανώς απροετοίμαστη για ένα τέτοιο ξέσπασμα. Το μυαλό του είχε μπλοκάρει απ’ την ένταση αυτού του βλέμματος, ένιωθε χίλια καρφιά έτοιμα να διαπεράσουν κάθε πόντο του κορμιού του. “Με βλέπεις κάθε βράδυ, μπορείς τουλάχιστον να μου μιλάς στον ενικό;”.
Για μια στιγμή νόμισε πως θα απέμενε κοκαλωμένη, με το βλέμμα της στραμμένο προς το μαρμάρινο πάτωμα, χωρίς έστω και μια λέξη να βγαίνει απ’ το στόμα της, ώσπου μετά από ένα δυο λεπτά απομακρύνθηκε από μπροστά του (σαν να ‘θελε να τον αποφύγει;). Η ατμόσφαιρα μέσα στο μαγαζί έμοιαζε ηλεκτρισμένη· για μια στιγμή νόμισε ότι όλες οι υπόλοιπες κουβέντες είχαν σταματήσει, κι όλα να περιστρέφονται γύρω από κείνη που μόλις είχε ξεστομίσει... Τα πάντα έδειχναν να έχουν παγώσει απ’ τη στιγμή που τα λόγια του αντήχησαν μέσα στο μαγαζί, λες και περίμεναν κάποια αντίδρασή της, εκείνη όμως δεν έκανε απολύτως τίποτα: χαμήλωσε τα μάτια κι εξαφανίστηκε στην πίσω, αθέατη για τους πελάτες πλευρά του μαγαζιού, ίσως προσμένοντας μ’ αυτό τον τρόπο ν’ αποφύγει τη ματιά του.
Ως τη στιγμή που άρπαξε στα χέρια του την πλαστική σακούλα με το φαγητό όλα είχαν σωπάσει. Το μόνο που ακούστηκε μέσα σε κείνο το δεκάλεπτο που έμεινε στο μαγαζί με τα ετοιματζίδικα ήταν ένα “ώπα!” ‒προφανώς από κάποιον που δεν περίμενε ποτέ πως ένας τέτοιος τύπος θα μπορούσε να ενδιαφερθεί για κείνη‒ τη στιγμή που εκδηλώθηκε, και από κει και πέρα τίποτα, αλλά δεν έδωσε παραπανίσια σημασία. Όσο την ξάφνιασε δηλώνοντας με τέτοιον τρόπο τις προθέσεις του, άλλο τόσο δεν περίμενε τέτοια αντίδραση. Τι θα μπορούσε να σημαίνει η φυγή της, ίσως εκτός από την έλλειψη ενδιαφέροντος;
Ξάπλωσε στο κρεββάτι προβληματισμένος, ξέροντας πολύ καλά ότι οι πιθανότητες να κοιμηθεί κείνο το βράδυ ήταν πραγματικά ελάχιστες, όμως μέσα σε λίγα λεπτά είχε μπορέσει να κατασταλάξει. Δεν είχε λόγο να επιμένει, κρίνοντας απ’ την αντίδρασή της η σύνδεσή τους δεν επρόκειτο ποτέ να γίνει μέρος του παρόντος, όμως το άλλο κιόλας ξημέρωμα βρέθηκε να τη σκέφτεται απ’ τη στιγμή που άνοιξε τα μάτια του, ξεφεύγοντας απ’ την αγκαλιά του ύπνου.
Δεν πέρασαν καλά καλά δυο μέρες από εκείνη τη στιγμή κι άρχισε να αντιλαμβάνεται πως κάτι άρχιζε ν’ αλλάζει· δεν κατάλαβε την αιτία ως τη βραδιά που εξαφανίστηκε απ’ το μαγαζί και συνειδητοποίησε πως όσα άκουγε τις περασμένες νύχτες και νόμιζε πως τ’ αυτιά του έπαιζαν πολύ περίεργα παιχνίδια εξαιτίας της κούρασης και του περίεργου ωραρίου του ήταν πέρα για πέρα αληθινά: είχε χαθεί απ’ τη ζωή του το ίδιο ξαφνικά όσο είχε εμφανιστεί... Οι σιγανές κουβέντες που άρπαζε αφορούσαν αυτή κι όχι κάποια απ’ τις άλλες· από τη μια στιγμή στην άλλη τα πάντα είχαν σωριαστεί σε ερείπια, κι αυτό τον τάραζε αφάνταστα: εντελώς ξαφνικά τίποτα πια δεν είχε σημασία, ακόμα κι η δουλειά ή η διασκέδαση είχαν χαμένο κάθε νόημα.
Μοναδική του ελπίδα ήταν πλέον η επιστροφή της, όμως τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να ‘ναι τόσο εύκολα...
Οι μέρες κύλησαν στο παρελθόν, κι όσο γυρνούσε το πρόσωπο στους ουρανούς της νύχτας το μόνο που μπορούσε ακόμα ν’ αντικρύσει ήταν το φεγγάρι ανάμεσα στα σύννεφα να ‘χει ματώσει. Η ζωή του είχε αδειάσει, η δουλειά δεν τον γέμιζε πια, κάθε μποτίλια αλκοόλ φαινόταν να στερεύει μόλις την έπιανε στα χέρια του. Από κάποιο σημείο και μετά άρχισε να κλειδώνεται στο σπίτι ‒ή στο δωμάτιο, αν βρίσκονταν εντός του οι υπόλοιποι της οικογένειας· το πιθανότερο ήταν να είχε πέσει τόσο ψυχολογικά ώστε κάποια στιγμή να πέρασε χωρίς αρκετή σκέψη το νοητό κατώφλι που χώριζε τον κόσμο της λογικής από εκείνον της φοβίας και της παράνοιας. Νόμιζε πως οι πάντες ήθελαν το κακό του ‒όχι και τόσο παρανοϊκό για άνθρωπο των σύγχρονων καιρών, όμως από εκείνο το ξημέρωμα αποφάσισε ότι δεν έπρεπε να εμπιστεύεται τίποτα και κανέναν· η σκέψη αυτή καρφώθηκε στο κέντρο του μυαλού του τόσο καλά ώστε, κι αν έγιναν προσπάθειες απ’ τον κοινωνικό περίγυρο να απαγκιστρωθεί, δεν μπόρεσε έστω να τις αναγνωρίσει· κανείς ποτέ δεν ωφελήθηκε απ’ την εκούσια απομόνωση...
Είναι πραγματικά περίεργος ο τρόπος που κυλάει ο χρόνος: όσο είσαι παιδί τα πάντα φαίνονται να διαστέλλονται, μα όσο το νήμα της ανθρώπινης ζωής κυλάει και χάνεται ξυπνάς ένα πρωί, κοιτιέσαι στον καθρέφτη και ανακαλύπτεις ότι γέρασες πια περιμένοντας κάτι στην ουσία άπιαστο, χωρίς να έχεις καταφέρει απολύτως τίποτα στα χρόνια της ζωής σου παρά μονάχα ξόδεψες τα χρόνια σου μαζεύοντας μάτσα από άχρηστες ελπίδες κι όνειρα που ‘φταναν ως τον διπλανό παράδρομο που οδηγεί σε αδιέξοδο. Όταν ήρθε κι εκείνου η ώρα να ανοίξει τα μάτια του συνειδητοποίησε ότι οι δέκα μήνες που χάθηκαν στο παρελθόν ήταν απλά μονάχα η κορυφή των έξι τελευταίων χρόνων. Έξι χρόνια πέρασαν αλλάζοντας θέσεις από τη δουλειά στη λούφα, στο μεθύσι, στο κρεββάτι και ξανά απ’ την αρχή χωρίς ν’ αλλάζει απολύτως τίποτα, με μόνη συντροφιά την πλήξη και μια φωνή από το ραδιόφωνο που με το πέρασμα των χρόνων έγινε τόσο οικεία που μετατράπηκε στη μοναδική μορφή οικογένειας που θα μπορούσε να γνωρίσει ποτέ...
Τα πάντα στη ζωή του ήταν δρόμος και τέσσερις τοίχοι που στένευαν γύρω απ’ το κορμί του και δεν τολμούσε να το καταλάβει· ο εγκέφαλός του επέμενε να λειτουργεί στα πρότυπα των εφηβικών του χρόνων, λες και δεν είχε χτυπηθεί αλύπητα τόσες φορές, σαν κάθε πρόσωπο που αντίκριζε πρώτη φορά μπροστά του να ήταν ένας σίγουρος αυριανός φίλος και όταν έφτανε η κατραπακιά νόμιζε πως ολόκληρο το σύμπαν συνωμοτούσε πλέον πεντακάθαρα για να τον καταστρέψει. Όταν ζεις μόνος για μεγάλο χρονικό διάστημα γίνεσαι αφάνταστα πιο επιρρεπής σε οποιαδήποτε μορφή μελαγχολίας, δεν ήταν δύσκολο να αφεθεί στο έλεος του χρόνου και των καταχρήσεων...
Τίποτα πια δεν ήταν για να επιστρέψει· γνώριμα πρόσωπα που χάθηκαν μέχρι να καταλάβει πως ήταν τελικά εχθροί αντί για φίλοι, βλέμματα καθημερινά που μερικές φορές του έσκαγαν ένα δειλό χαμόγελο που διάλεγε επίσης να αγνοεί ή να μην καταλαβαίνει, κι αμέτρητα μισόγελα που άκουγε πεντακάθαρα πίσω από την πλάτη του κι επέμενε παρ’ όλα αυτά να επισκέπτεται εκείνα τα συγκεκριμένα μέρη μόνο για τη ρουτίνα μιας τυπικής συζήτησης που επαναλαμβανόταν κάθε βράδυ, κι ο βρόγχος της απόγνωσης να σφίγγεται όλο και πιο πολύ γύρω από την τράχηλο, να περιορίσει την ανάσα του που συνεχώς λιγόστευε...
Η ανθρώπινη ψυχή είναι ένα δοχείο υπό πίεση, συγκοινωνούν στην ουσία με τον εγκέφαλο, συλλέγοντας κάθε στιγμή τα θετικά κι αρνητικά ερεθίσματα που συναντάς στο δρόμο σου, και τα ζυγίζει κατά κάποιον τρόπο σε μια ζυγαριά με άπειρη ακρίβεια. Η αντίδραση είναι παρόμοια με εκείνη του θετικού και του αρνητικού στα ηλεκτρομαγνητικά πεδία· όταν αυτά ισομοιράζονται ο άνθρωπος δε διαφέρει από οτιδήποτε δεν ξεπερνάει τα συνηθισμένα, όταν τα θετικά κερδίζουν κατά κράτος τα πάντα στη ζωή του διαχέονται από άκρατη ευτυχία, όταν όμως σωρεύονται τα αρνητικά χωρίς κάποιο αντίβαρο αρχίζει να μαζεύεται κάποια μορφή οργής, εκείνη που ευθύνεται για τις χειρότερες πράξεις μας, τις πιο φριχτές τραγωδίες που έζησε ποτέ η ανθρωπότητα από το ίδιο της το χέρι και όχι από κάποια φυσική καταστροφή. Η κατάσταση στην οποία είχε φτάσει έμοιαζε απελπιστικά σε τούτη την περίπτωση· η οργή που συνέχιζε να ρέει κάθε λεπτό που περνούσε στην ψυχή του δημιούργησε έναν τεράστιο μοχλό πίεσης που ήταν φυσικό επόμενο κάποια στιγμή να εκραγεί, κι ειλικρινά κανείς δεν θα ‘θελε να είναι κοντά του όταν ερχόταν εκείνη η στιγμή που οι φραγές του έσπαγαν και η οργή πλημμύριζε το γύρω περιβάλλον.
Τότε, τις περισσότερες φορές, εμφανιζόταν κάτι κι έσπρωχνε την παρ’ ολίγον εφιαλτική τροπή προς το καλύτερο, κι εκείνος ως ένα συγκεκριμένο σημείο δεν μπορούσε να ξεφύγει από τούτο τον κανόνα. Στην συγκεκριμένη περίπτωση αυτό που φάνηκε πως θα τ’ αλλάξει όλα ήταν ‒πόσο πρωτότυπο‒ η επανεμφάνισή της...
Απ’ την πρώτη στιγμή που την αντίκρισε ξανά μπροστά του δημιουργήθηκε κάποιος μικρός κι ανεπαίσθητος σπινθήρας στο εσωτερικό του κεφαλιού του, που τόσο απροσδόκητα τον έκανε να ξεχάσει όλα του τα προβλήματα. Ίσως η αλυσιδωτή αντίδραση να είχε ξεκινήσει από πολύ νωρίτερα, μπορεί κι από την ίδια εκείνη στιγμή που άρχισαν να διαιρούνται τα πρώτα βλαστοκύτταρα, δημιουργώντας τις κατάλληλες δομές που αγκίστρωσαν τον ένα στο κορμί του άλλου, όμως μόλις τα μάτια του έπεσαν πάνω της όλη η δραστηριότητα του εγκεφάλου του είχε στραφεί πια προς ένα συγκεκριμένο σημείο. Ήταν λες κι όλη η ζωή του κρεμάστηκε ξαφνικά απ’ τα χείλη της, κι όταν μετά απ’ αρκετό καιρό χάθηκε άλλη μια φορά κατάλαβε μετά από περίπου ένα εξάμηνο κραιπάλης πως ήταν μάταιο να τρέφει κι άλλες χίμαιρες...
© Copyright 2014 John Greek (johnkg at Writing.Com). All rights reserved.
Writing.Com, its affiliates and syndicates have been granted non-exclusive rights to display this work.
Printed from https://www.writing.com/main/view_item/item_id/2022231-Vertigo-vol-1